Κοσμεί με ξεχωριστή παρουσία την ιστορία της δημοσιογραφιας στην Κύπρο που ετοιμάζω
ΕΦΥΓΕ Ο ΓΛΑΥΚΟΣ ΞΕΝΟΣ, Ο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΠΟΥ ΣΤΑΘΗΚΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΜΑΤΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΗΣΕ ΜΕ ΘΑΥΜΑΣΜΟ, ΟΠΩΣ ΕΓΡΑΨΕ, ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΙΜΟΒΑΜΜΕΝΗΣ ΔΟΞΑΣ
Ενας ακόμα δημοσιογράφος της παλιάς φρουράς
μας αποχαιρέτησε: Ο Γλαύκος Ξένος που συνεισέφερε πολλά στη δημοσιογραφία.
Τον θάνατό του ανακοίνωσε το πρωί η κόρη του Ελένη Ξένου με δυο λόγια συγκλονισμένη: «Καλό σου ταξίδι παπά μου…»
Ο Γλαύκος Ξένος γεννήθηκε στη Λάπηθο το 1935 στη Λάπηθο.
Είναι πτυχιούχος της Νομικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Μπήκε στη δημοσιογραφία το 1952 όταν προσελήφθη στην εφημερίδα “Κύπρος”.
Αργότερα προσελήφθη στο “Εθνος” όπου συνέχισε να εργάζεται μέχρι το 1960.
Τη χρονιά αυτή μεταπήδησε στη “Μάχη” και αργότερα διατέλεσε αρχισυντάκτης της απογευματινής εφημερίδας “Τελευταία Ωρα”.
Ηταν η εποχή που η “Τελευταία Ωρα” είχε γνωρίσει μεγάλες κυκλοφοριακές επιτυχίες.
Το 1967 προσελήφθη ως πολιτικός συντάκτης στην “Ελευθερία”.
Συνεργάστηκε με το Τμήμα Ειδήσεων του ΡΙΚ ενώ σε κάποιο στάδιο παρουσίαζε την “Ραδιοφωνική εφημερίδα” γύρω στο μεσημέρι.
Το 1976 ήταν ένας από τους συνεταίρους στην ίδρυση και κυκλοφορία της καθημερινής εφημερίδας “Σημερινή”.
Το 1990 ήταν αρθρογράφος της εφημερίδας “Αλήθεια” με το ψευδώνυμο Κάσσανδρος
Αργότερα προσελήφθη ως επί του τύπου εκπρόσωπος της Αστυνομίας και στη συνέχεια επέστρεψε στην “Αληθεια” ως συνεργάτης.
Στις 19 Νοεμβρίου, 1958, λίγο πριν λήξει ο αγώνας της ΕΟΚΑ, ο Γλαύκος Ξένος κλήθηκε να καλύψει στην εφημερίδα “Εθνος” της Λευκωσίας τον ηρωϊκό θάνατο του Κυριάκου Μάτση στο Δίκωμο.
Εγραψε τα ακόλουθα συγκλονιστικά την επομένη όταν αντίκρυσε τον Κυριάκο Μάτση νεκρό μέσα στο κρησφύγετό του όπου τον ανατίναξαν οι βρετανοί με μια χειροβομβίδα σαν αρνήθηκε να παραδοθεί:
“Στο βάθος της κρύπτης (κρησφύγετο) βρισκόταν ακρωτηριασμένος κι’ αιμόβρεκτος ο θαρραλέος μαχητής. Καμμιά σύσπαση, καμμιά έκφραση πόνου δε διαγραφόταν στο πρόσωπο του, παρά τα άγρια και φοβερά τραύματά του. Ενα υπερκόσμιο χαμόγελο υψίστης ικανοποιήσεως ήταν ζωγραφισμένο στη γαλήνια μορφή του. Το θέαμα δεν ήταν καθόλου αποτρόπαιο. Το αμυδρό φως του ηλεκτρικού φαναριού που κρατούσα στο χέρι μου σκορπιζόταν πάνω στο υποβλητικό μεγαλείο της αιμοβαμμένης δόξας, χωρίς να προκαλεί αίσθημα αποτροπιασμού. Ηταν η γαλήνια μορφή και το χαμόγελο του ήρωα που επεσκίαζαν τη φρίκη της αιματηρής τραγωδίας. Ηταν το χέρι του, που ακουμπισμένο στη σκανδάλη του οπλοπολυβόλου διέγραφε ένα υποβλητικό μεγαλείο ύστατης αγωνιστικής διάθεσης που επισκίαζε την εικόνα του θανάτου. Ηταν η ψυχή του, που αθάνατη χώρεσε την τεράστια δόξα του. Ηταν η
συγκίνηση που μούπνιξε το στήθος. Δεν ξέρω. Θυμούμαι όμως ακόμη την εικόνα εκείνη των λίγων λεπτών μπροστά στο νεκρό Μάτση μ ένα αίσθημα θαυμασμού. Την θυμούμαι σαν ένα πίνακα ζωγραφικής “.
πηγή: Panayiotis-Maria Papademetris