«Η συνεισφορά του Λευκονοίκου
στους αγώνες του Ελληνικού Έθνους»
6 Νοεμβρίου 2015
Του Δημήτρη Ταλιαδώρου
Φιλόλογου – Ιστορικού Ερευνητή
Το Λευκόνοικο, το κεφαλοχώρι της Μεσαορίας, όπως και ολόκληρη η Κύπρος, είχε, από την έναρξη της αγγλικής κατοχής της Νήσου, σημαντική συνεισφορά στους εθνικούς αγώνες του Ελληνισμού. Το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων της Κύπρου όχι μόνο δεν κάμφθηκε από τον νέο δυνάστη, στα χέρια του οποίου έπεσε η πατρίδα μας το 1878, αλλά αντίθετα αναπτύχθηκε και απετέλεσε την κινητήρια δύναμη κάθε πολιτικής, πολιτιστικής και κοινωνικής δραστηριότητας. Το Λευκόνοικο την εποχή αυτή γνώριζε μεγάλη οικονομική ακμή, «δι’ ην αύτη οικονομικώς, ηθικώς και εθνικώς εξέχουσαν κατέχει θέσιν μεταξύ των προοδευτικωτέρων και μεγαλυτέρων κωμοπόλεων της Κύπρου», και η οποία οφειλόταν «εις την φύσιν του εδάφους της, εις την εργατικότητα των κατοίκων της»[1]. Γι’ αυτόν τον λόγο το Λευκόνοικο, γενέτειρα του εθνικού ποιητή της Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη, συνεισέφερε σε χρήματα και σε είδος στους αγώνες για πραγμάτωση των δικαίων του Ελληνικού Έθνους. Η κορύφωση, όμως, της πατριωτικής συνεισφοράς του Λευκονοίκου ήταν η συμμετοχή των κατοίκων του στα πεδία των εθνικών μαχών των Ελλήνων.
Στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 έχουμε την πρώτη μαζική εθελοντική συμμετοχή των κατοίκων του Λευκονοίκου. Τα ονόματα των δεκατεσσάρων νέων της κοινότητας που υπηρέτησαν στον Ελληνικό Στρατό κατά τον τελευταίο απελευθερωτικό πόλεμο που διεξήγαγε ο Ελληνισμός τον 19ο αιώνα είναι τα εξής: Σάββας Αναστασίου, Φώτιος Γεωργής, Λοϊζής Γαβριήλ, Κυριάκος Γεωργίου, Παναγής Γεωργίου, Συμεών Δημητρίου, Μιχαήλ Κολιός, Μιχαήλ Λουκά, Δημήτριος Λουρής, Μιχαήλ Παπαπέτρου, Νικόλαος Σταυρής, Ευστράτιος Χαραλάμπους, Κυριάκος Χατζησπανού και Σολομών Χριστοδούλου.
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, οι οποίοι είχαν ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση της Μακεδονίας, της Ηπείρου και των νήσων του Αιγαίου, οι κάτοικοι του Λευκονοίκου απέστειλαν στον Έλληνα Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο το σημαντικό ποσό των 100 λιρών στερλινών υπέρ του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Η επιστολή που συνοδεύει την αποστολή του άνω ποσού, ημερομηνίας 23 Οκτωβρίου 1912, και την οποία υπογράφουν οι Μιχαήλ Παπαπέτρου (παππούς του πρώην Κυβερνητικού Εκπροσώπου) και ο δάσκαλος της κοινότητας Μάρκος Χαραλάμπους, καταλήγει με την ευχή: «επευχόμενοι την επιτυχίαν των ελληνικών όπλων και ταχείαν την πραγμάτωσιν της Πανελληνίου Ενώσεως»[2].
Οι κάτοικοι του Λευκονοίκου εργάστηκαν και στα μέσα της δεκαετίας του 1920 για την ενίσχυση των εράνων υπέρ της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας. Στις 6 και 7 Ιανουαρίου 1927 παρουσιάστηκε στην αίθουσα του Νηπιαγωγείου της κοινότητας το «πατριωτικόν δράμα» ο «Σταυρός». Πριν την έναρξη της πρώτης παράστασης ο «ευφραδής ρήτωρ» Ι. Μυριάνθης, δικηγόρος, ανέπτυξε την ανάγκη της συνεισφοράς και των αλύτρωτων Κυπρίων για την ενίσχυση της αεροπορικής άμυνας της Ελλάδας. Το έργο δίδαξε ο δάσκαλος της κοινότητας Χ. Καλαβάς. «Αι εισπράξεις, των παραστάσεων, υπήρξαν λίαν ικανοποιητικαί», και ανήλθαν στο ποσό των δύο λιρών[3].
Την εθνική φιλοτιμία τους και τη συμμετοχή τους στην οικειοθελή εθνική φορολογία υπέρ της Αεροπορικής Άμυνας της Ελλάδας οι κάτοικοι του Λευκονοίκου επέδειξαν και τον Αύγουστο του 1927. Τότε επισκέφθηκε την κοινότητά τους ομάδα προσκόπων με επικεφαλής τον γυμναστή του Παγκυπρίου Γυμνασίου και παλαιό εθελοντή των Βαλκανικών Πολέμων, Παναγιώτη Μαυρομιχάλη, για να διενεργήσει εράνους. Η υποδοχή τους έγινε στην αίθουσα του Αναγνωστηρίου που λειτουργούσε τότε στο Λευκόνοικο με την επωνυμία «Ελευθερία». Οι έρανοι απέδωσαν το ποσό των 24 λιρών, 3 σελινιών και 7 γροσιών. Οι γεωργοί του Λευκονοίκου πρόσφεραν επίσης και από τα γεννήματά τους – 50 κιλά κριθάρι και 7 κιλά σιτάρι – κι έτσι το συνολικό ποσό ανήλθε στις 33 περίπου λίρες. Εφημερίδα της Λευκωσίας, σχολιάζοντας την προθυμία των κατοίκων του Λευκονοίκου για να συνεισφέρουν υπέρ της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας, τόνιζε και τα εξής: «Η κοινότης Λευκονοίκου είνε άξια συγχαρητηρίων δια την έμπρακτον αυτήν εκδήλωσιν των εθνικών αισθημάτων της άτινα συν τη παρόδω του χρόνου δεν έπαυσε να διατηρή αμείωτα και αναλλοίωτα»[4].
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 σημαντικός αριθμός νέων της κοινότητας Λευκονοίκου εγκατέλειψαν τις πατρικές τους εστίες για να συμπολεμήσουν με τους αδελφούς του μητροπολιτικού χώρου για την απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου Πέτρος Παπαπολυβίου στο εξαιρετικής σημασίας έργο του για τη συμβολή της Κύπρου στους Βαλκανικούς Πολέμους καταγράφει τους εξής Λευκονοικιάτες εθελοντές: Μιχαήλ Κυπριανού, Σταύρος Κυριάκου, Χριστόδουλος Λαμπρινός (ή Χριστόδουλος Λάμπρου), Θεόδουλος Π. Σαββίδης και Θεόδωρος Δ. Σιαώνας. Ο Θεόδουλος Σαββίδης πριν καταταγεί ως εθελοντής αποφοίτησε από το Παγκύπριο Διδασκαλείο και συνεισέφερε στη διενέργεια των εράνων για την αγορά της Κυπριακής Πυροβολαρχίας (1910-1912), η οποία θα προσφερόταν στον Ελληνικό Στρατό από τον Κυπριακό Ελληνισμό. Ο Σαββίδης έλαβε μέρος στην απελευθέρωση της Λέσβου και της Χίου και πολέμησε στο Μπιζάνι και στον Λαχανά, όπου και τραυματίστηκε στις 21 Ιουνίου 1913 και νοσηλεύτηκε σε νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης και της Κέρκυρας[5].
Ένας άλλος εθελοντής των εθνικών αγώνων ήταν και ο Αχιλλέας Λαζαρίδης, οποίος έλαβε μέρος σ’ όλους τους αγώνες της περιόδου 1912-1922. Κατατάγηκε στον Ελληνικό Στρατό το 1913. Υπηρέτησε στον 9ο λόχο, του ΙΙΙ τάγματος, του 20ου Συντάγματος Πεζικού, της VΙΙ Μεραρχίας. Στους Βαλκανικούς Πολέμους έλαβε μέρος στις μάχες του Παγγαίου, της Νιγρίτας, του Νευροκοπίου και της Άνω Τζουμαγιάς. Στις 5 Ιουλίου 1914 ο Κύπριος εθελοντής μετατέθηκε στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό ως ηλεκτρομηχανικός, όπου υπηρέτησε μέχρι το 1920. Την περίοδο αυτή ο Λαζαρίδης συμμετείχε σε ανιχνεύσεις εις Μεσόγειον, εις Εκστρατεία Κριμαίας [και] εις κατάληψιν Σμύρνης [1919][6].
Ο Μιχαήλ Σπανός του Βασιλείου ήταν ένα άλλο εκλεκτό τέκνο του Λευκονοίκου που έλαβε μέρος τους εθνικούς αγώνες. Γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1897 και σε ηλικία 12-13 ετών μετέβηκε στην Αίγυπτο. Το 1916 ο Σπανός, ανταποκρινόμενος σε έκκληση του Ελευθέριου Βενιζέλου, μετέβηκε στη Θεσσαλονίκη και μαζί με άλλους Έλληνες της Αιγύπτου κατατάχθηκε στον Στρατό της Εθνικής Άμυνας. Έλαβε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως στρατιώτης του 1ου Συντάγματος Σερρών και πολέμησε στη μάχη του Σκρα και της Δοϊράνης. Στη Μικρασιατική Εκστρατεία ο Κύπριος εθελοντής υπηρέτησε στη Μεραρχία Αρχιπελάγους. Το Ελληνικό Κράτος τιμώντας τον Σπανό για την προσφορά του στους εθνικούς αγώνες τον παρασημοφόρησε με τον πολεμικό σταυρό Γ΄ Τάξεως. Στην τελετή της παρασημοφόρησης, που έγινε στις 4 Ιανουαρίου 1929 στο Ελληνικό Προξενείο του Καΐρου, όπου διέμενε τότε ο Σπανός, ο Έλληνας Γενικός Πρόξενος Στελλάκης, επιδίδοντας στον Σπανό το μετάλλιο, διάβασε και την ημερήσια διαταγήν δια την ανδραγαθίαν του: Απονέμεται ο πολεμικός σταυρός εις τον στρατιώτην Μιχαήλ Σπανόν εκ Κύπρου του 1ου Συντάγματος Σερρών της Μεραρχίας Αρχιπελάγους, ‘διότι μετ’ απαραμίλλου γενναιότητος και εξαιρετικής ορμής επιτεθείς μετ’ άλλων συναδέλφων εξετόπισαν τον εχθρόν διαδοχικώς εξ όλων των θέσεων του, αίτινες εθεωρούντο υπ’ αυτού απόρθητοι’ Σκρα-ντι-Λέγκεν – Τούμουλον – Σερφ – Βολάντ. Το δίπλωμα υπογράφει ο Μέραρχος της Μεραρχίας Σερρών αντιστράτηγος Δημήτρης Ιωάννου. Ο Σπανός πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1987 σε ηλικία 90 ετών[7].
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 οι Βρετανοί Αποικιοκράτες θέλοντας να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην Κύπρο προχώρησαν στην ανακήρυξη του Νησιού σε αποικία του βρετανικού στέμματος. Την 21η Οκτωβρίου 1931 αυθόρμητα ο Κυπριακός Ελληνισμός εξεγέρθηκε εναντίον της αγγλικής αποικιοκρατίας απαιτώντας το δικαίωμα της εθνικής ολοκλήρωσής του. Ήταν μια λαϊκή εξέγερση, που παρόλο ότι της έλειπε η οργανωτική προπαρασκευή, γρήγορα αγκαλιάστηκε από τον λαό και απλώθηκε σε όλη την Κύπρο. Στα επαναστατικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Αμμόχωστο, στις 25 Οκτωβρίου 1931, δολοφονήθηκε από βρετανούς ναύτες ο εκ Λευκονοίκου δεκαοκτάχρονος Χαράλαμπος Φιλής.
Στο ελληνικό θαύμα του 1940 είχε και η ιδιαίτερή μας πατρίδα Κύπρος τη δική της προσφορά. Το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν γνωστοποιήθηκε στο νησί η άρνηση της Ελλάδος να παραδώσει στη φασιστική Ιταλία γην και ύδωρ, οι Κύπριοι, αψηφώντας τις απαγορεύσεις που είχαν επιβάλει οι Βρετανοί αποικιοκράτες μετά τα «Οκτωβριανά» του 1931 και κατά την περίοδο της «Παλμεροκρατίας», ξεχύθηκαν στους δρόμους με τις γαλανόλευκες ψάλλοντας τον εθνικό μας ύμνο. Δεκάδες κάτοικοι του Λευκονοίκου εντάχθηκαν στις συμμαχικές βρετανικές δυνάμεις και υπηρέτησαν είτε στο Κυπριακό Σύνταγμα είτε στην Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη. Με βάση τα βρετανικά αρχεία, συνολικά 66 κάτοικοι του Λευκονοίκου, 57 Έλληνες και 9 Τούρκοι, έλαβαν μέρος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Από αυτούς 2 Έλληνες Κύπριοι, οι Ιωάννης Οικονομίδης (σκοτώθηκε στις 16 Ιουνίου 1943) και Κυριάκος Χατζηπαρασκευάς (σκοτώθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1942 στο Τομπρούκ της Λιβύης), θυσιάστηκαν στα πεδία των μαχών του αντιφασιστικού αγώνα και 3 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.
Έντονη ήταν και αυτή την εποχή η συνεισφορά των κατοίκων του Λευκονοίκου στους εράνους για τον εθνικό αγώνα της Ελλάδας κατά του φασισμού. Οι κάτοικοι του Λευκονοίκου αγκάλιασαν με ανθρώπινη ευαισθησία τους Χιώτες πρόσφυγες που αναζήτησαν καταφύγιο στην Κύπρο, για να αποφύγουν τη γερμανική κατοχή. Οι κάτοικοι από το υστέρημά τους βοηθούσαν με κάθε τρόπο τους Έλληνες αδελφούς τους, ενώ κάποιοι πρόθυμα προσφέρθηκαν να υιοθετήσουν προσφυγόπουλα μέχρι το τέλος του πολέμου, όπως τον Μ. Γ. Καμιντζή, οποίος με επιστολή του προς την εφημερίδα «Ελευθερία» του 1942 ανέφερε: «Θεωρώ ως υπέρτατον καθήκον μου ως Έλληνος να αναλάβω υπό την προστασίαν μου μέχρι τέλους του πολέμου ένα των προσφύγων Ελληνοπαίδων, ηλικίας μέχρι 12 ετών»[8].
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, οι κάτοικοι του Λευκονοίκου θέλησαν να γιορτάσουν με ιδιαίτερη λαμπρότητα την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821. Στις 25 Μαρτίου 1945 οι Αγγλικές αρχές διέλυσαν βίαια και με τη χρήση όπλων την παρέλαση. Οι δρόμοι του Λευκονοίκου βάφτηκαν με το αίμα τριών παιδιών του, του δωδεκάχρονου Μιχαήλ Ευθυμίου και των Ανδρέα Εξηντάρη και Ανδρόνικου Κυπριανού.
Ο αγώνας της ΕΟΚΑ αποτελεί την κορυφαία στιγμή της πολύχρονης και πολυκύμαντης ιστορίας της Κύπρου. Το έπος του ’55-’59 υπήρξε μια εποποιία που η Κύπρος είχε να δει από τα χρόνια του Ονήσιλου και του Ευαγόρα. Επί τέσσερα χρόνια η γενιά του ’55 έγραψε σελίδες άφθαρτου ηρωισμού, αυτοθυσίας και εθνικού μεγαλείου. Μια ψυχή, μια θέληση που άντεξε για 800 τόσα χρόνια σκλάβα εξεγέρθηκε και διεκδίκησε το αναφαίρετο δικαίωμα της ελευθερίας και της ένωσης της Κύπρου με τη μάνα Ελλάδα.
Η κοινότητα του Λευκονοίκου και οι κάτοικοί του είχαν μια έντονη συμμετοχή και προσφορά στον αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59. Στο Μητρώο Αγωνιστών ΕΟΚΑ, που συνέταξε το Συμβούλιο Ιστορικής Μνήμης Αγώνα ΕΟΚΑ, καταγράφονται τα ονόματα 460 αγωνιστών και αγωνιστριών. Υπολογίζεται ότι το 17% περίπου των κατοίκων του Λευκονοίκου υπήρξαν ενεργά μέλη της ΕΟΚΑ, της ΑΝΕ και της ΠΕΚΑ. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι από αυτούς οι 138 ήταν γυναίκες, δηλαδή το 30%, ποσοστό που θεωρείται ιδιαίτερα υψηλό[9].
Στο ηρωικό πάνθεο του Λευκονοίκου κατά το Έπος του 1955 κατατάσσονται οι Θεόδωρος Αχιλλέως, Σάββας Ζάνου, Κυριάκος Μπάκας και Λουκάς Ιατρού. Ο Θεόδωρος Αχιλλέως σε ηλικία 24 ετών δολοφονήθηκε από τους Τούρκους στις 10 Ιουλίου 1958 έξω από το χωριό Κοντέα. Ο Σάββας Ζάνου γεννήθηκε το 1922 και ήταν πατέρας δύο παιδιών. Στις 6 Οκτωβρίου 1958, μετά τη ρήξη βόμβας εναντίον τους, οι Άγγλοι τον συνέλαβαν και τον δολοφόνησαν με τις ξιφολόγχες τους. Ο Κυριάκος Μπάκας γεννήθηκε το 1926. Φονεύθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1957 στη γενέτειρά του από θραύσμα βόμβας, η οποία ρίχθηκε κατά των Βρετανών. Στα ηρωικά παιδιά του Λευκονοίκου συγκαταλέγεται και ο Λουκάς Ιατρού, ο οποίος στα δεκαοκτώ του χρόνια, στις 7 Νοεμβρίου 1955, έμεινε παράλυτος πέφτοντας από ηλεκτρικό πάσαλο στην προσπάθειά του να κρεμάσει ελληνική σημαία, όταν εμφανίστηκαν Άγγλοι στρατιώτες. Λόγω του τραυματισμού του απεβίωσε πρόωρα τον Απρίλιο του 1965.
Πολιτικοί κρατούμενοι κατά την περίοδο της ΕΟΚΑ διατέλεσαν οι εξής επτά (7) Λευκονιτζιάτες: Ανδρέας Βασιλείου (DP 3105), Αναστάσης Γρηγορίου (DP 167 και DP 2317), Λουκάς Γρηγορίου (DP 2225), Αντώνης Κούρρης ή Παναγή (DP 146), Μελής Παττίχης (DP 2283), Ανδρέας Πόππος (DP 2197) και Σολομών Σούγλης (DP 166). Στις 27 Μαϊου 1958 συνελήφθησαν ο Δημοτικός Σύμβουλος Χρ. Σούγλης, ο τέως Μουκτάρης Λευκονοίκου Αντώνιος Παπακυριακού και ο Αντιδήμαρχος Μάρκος Χ. Σπανός και οδηγήθηκαν στα Κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς[10].
Τέλος, ως Πολιτικοί Κατάδικοι στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας κρατήθηκαν οι Σπύρος Δημητρίου (Κημήτρη) (αριθμός 561) και ο Ευθύμιος (Τίμης) Κουρτέλλας (αριθμό 8855). O εκ Λευκονοίκου αντάρτης της ΕΟΚΑ Λεωνίδας Στεφανίδης, ο οποίος συνελήφθηκε τον Μάρτιο του 1957 στο χωριό Καννάβια[11], υπήρξε Πολιτικός Κατάδικος και μεταφέρθηκε στις 10 Νοεμβρίου 1958 σε φυλακές υψίστης ασφαλείας στην Αγγλία, μετά το τέλος του Αγώνα εξορίστηκε μαζί με άλλους 21 συναγωνιστές του στη Ρόδο και επέστρεψε στην Κύπρο μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας.
Σημαντική συνεισφορά στον αγώνα της ΕΟΚΑ έχει να επιδείξει και ένα άλλο τέκνο του Λευκονοίκου, ο Μάρκος Σπανός του Παρασκευά. Το 1952 μετέβη στο Λονδίνο, όπου σπούδασε, για τέσσερα χρόνια νομικά στο Gray’s Inn. Την περίοδο 1956-1957 διετέλεσε γενικός γραμματέας του Γραφείου Εθναρχίας στο Λονδίνο. Υπήρξε σύνδεσμος του Γραφείου Εθναρχίας με τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε φυλακές στην Αγγλία. Εργάστηκε στην ομάδα διαφώτισης της Εθναρχίας και πρόβαλε το κυπριακό ζήτημα με ομιλίες του σε πολλές φοιτητικές Λέσχες και Πανεπιστήμια της Αγγλίας. Το τέλος του 1957 επέστρεψε στην Κύπρο και άρχισε ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα στη Λευκωσία. Την περίοδο του απελευθερωτικού Αγώνα υπερασπίστηκε πολλούς αγωνιστές της ΕΟΚΑ ενώπιον της αποικιοκρατικής δικαιοσύνης. Το 1958 διορίστηκε από το Γραφείο Εθναρχίας Κύπρου γραμματέας της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Δικηγορικού Συλλόγου Λευκωσίας. Με την ιδιότητα αυτή συναντήθηκε το Σεπτέμβριο του 1958 στη Λευκωσία με το Νομικό Σύμβουλο του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος και του εξέθεσε τις απάνθρωπες μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι Άγγλοι σε βάρος των συλλαμβανομένων ή κρατουμένων αγωνιστών. Τον Οκτώβριο του 1958 διορίστηκε επίσης τοπικός αντιπρόσωπος της Διεθνούς Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Συμβουλευτικού Σώματος του ΟΗΕ)[12].
Κατά τον τετραετή αγώνα της ΕΟΚΑ έγιναν στην περιοχή του Λευκονοίκου αρκετά σημαντικά γεγονότα. Μια από τις πιο εντυπωσιακές επιχειρήσεις της ΕΟΚΑ ήταν η επίθεση της επταμελούς ομάδας του Γρηγόρη Αυξεντίου κατά του Αστυνομικού Σταθμού Λευκονοίκου. Η εκπληκτική 7λεπτη καταδρομική κατάληψη, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1955, αποτελούσε μια πρώτη απάντηση στην άφιξη, την προηγούμενη ημέρα, του νέου Άγγλου Κυβερνήτη στην Κύπρο Σερ Τζων Χάρντινγκ, ο οποίος φθάνοντας στην Κύπρο αλαζονικά δήλωσε ότι οι μέρες της ΕΟΚΑ ήταν μετρημένες. Η επίθεση πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας, με σκοπό να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερο εντυπωσιασμό. Οι αντάρτες ενεργώντας με απόλυτη επιτυχία κατόρθωσαν να αποκομίσουν οκτώ στρατιωτικά τυφέκια, δύο γκρήνερ και ένα κυνηγετικό.
Επίσης, μαθητές του Γυμνασίου Λευκονοίκου στις 15 Νοεμβρίου 1955 πραγματοποίησαν διαδήλωση εναντίον της βρετανικής κατοχής της Κύπρου. Συγκρούστηκαν με τις δυνάμεις ασφαλείας και πυρπόλησαν το Γραφείο της Περιφερειακής Διοίκησης Λευκονοίκου.
Ένα άλλο γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του Λευκονοίκου ήταν και το κάψιμο του Ταχυδρομείου της κοινότητας, στις 3 Δεκεμβρίου του 1955, κατά τη διάρκεια διαδήλωσης των μαθητών του Γυμνασίου Λευκονοίκου ενάντια στα καταπιεστικά μέτρα του Χάρντινγκ και ειδικότερα στη σύλληψη παραγόντων της κοινότητας από τους Βρετανούς. Οι Βρετανοί σε αντίποινα επέβαλαν συλλογικό πρόστιμο 2000 λιρών καθώς και κατ’ οίκον περιορισμό (κέρφιου), ο οποίος έληξε μετά από πέντε μέρες, όταν πληρώθηκε το πρόστιμο. Την επόμενη μέρα ο Βρετανός Κυβερνήτης διέταξε το κλείσιμο της Ανωτέρας Σχολής Λευκονοίκου, διαγράφοντάς την από το μητρώο των Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης, διότι «διευθύνεται κατά τρόπον ανεπαρκή και ανατρεπτικόν της καλής διακυβερνήσεως και κοινωνικής τάξεως της Νήσου». Τότε η Σχολική Εφορεία σε στενή συνεργασία με τους καθηγητές της Σχολής, λειτούργησε το σχολείο σαν «Κρυφό Σχολείο». Τα μαθήματα γίνονταν σε σπίτια καθηγητών, σε υποστατικά της εκκλησίας του χωριού και σ’ ένα δωμάτιο πάνω από το εστιατόριο του Κυριάκου Λυσάνδρου (Κάκου). Οι τελειόφοιτοι πήραν το απολυτήριό τους από το Γυμνάσιο Γιαλούσας, αφού πρώτα έδωσαν απολυτήριες εξετάσεις[13]. Στις 8 Δεκεμβρίου 1955 το κτίριο της Σχολής μεταβλήθηκε, ύστερα από σχετικό διάταγμα του Άγγλου Διοικητή Αμμοχώστου, σε βρετανικό στρατόπεδο[14].
Μαζί με το Γυμνάσιο οι Βρετανοί στις 9 Δεκεμβρίου 1955 προχώρησαν στο κλείσιμο και του Δημοτικού Σχολείου Λευκονοίκου επειδή οι κάτοικοι αρνήθηκαν να κατεβάσουν την ελληνική σημαία που αναρτήθηκε σε αυτό.
Την 31η Οκτωβρίου 1956 ομάδα κρούσεως, που την αποτελούσαν αγωνιστές από την Ακανθού, την Πηγή και το Λευκόνοικο, αφού αφόπλισαν και συνέλαβαν τους φρουρούς, πυρπόλησαν και κατέστρεψαν ολοσχερώς τον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό Λευκονοίκου.
Οι δοκιμασίες των κατοίκων του Λευκονοίκου συνεχίστηκαν και στις 27 Μαΐου 1958, όταν στις 3:30 τα ξημερώματα ισχυρές δυνάμεις Βρετανών στρατιωτών και αστυνομικές δυνάμεις απέκλεισαν το χωριό και επέβαλαν κατ’ οίκον περιορισμό. Ταυτόχρονα συγκέντρωσαν όλους τους άρρενες κατοίκους άνω των 13 ετών σε περιφραγμένο με συρματοπλέγματα χώρο έναντι του Αστυνομικού Σταθμού Λευκονοίκου. Συνελήφθησαν ο γηραιός δήμαρχος Λευκονοίκου Λουκάς Γρηγορίου, τέσσερις από τους πέντε δημοτικούς συμβούλους και άλλοι 21 κάτοικοι. Πέντε από τους συλληφθέντες, μετά την απελευθέρωσή τους, κατήγγειλαν ενόρκως ενώπιον Δικαστηρίου ότι υπέστησαν κατά την κράτησή τους φρικτά βασανιστήρια[15]. Ο Δήμαρχος Λευκονοίκου στα τέλη Αυγούστου 1958 μεταφέρθηκε από το Στρατόπεδο του Καράολου στα Κρατητήρια της Πύλας[16]. Στις 2 Αυγούστου 1958 ρίχθηκε βόμβα κατά δύο βρετανικών στρατιωτικών οχημάτων, όταν διέρχονταν από τον κεντρικό δρόμο του Λευκονοίκου. Η βόμβα, η οποία δεν εξερράγη, απενεργοποιήθηκε από τους Βρετανούς προκαλώντας «ελεγχόμενη» έκρηξη με αποτέλεσμα να προκληθούν ζημιές σε παρακείμενες οικίες στο κέντρο του Λευκονοίκου[17].
Από τη βία των Βρετανών αποικιοκρατών δεν γλύτωσε ούτε ο Ιερός Ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ Λευκονοίκου. Τα ξημερώματα της 27ης Αυγούστου 1958 εβδομήντα Άγγλοι στρατιώτες περικύκλωσαν τον Ιερό Ναό, τον απέκλεισαν με συρματοπλέγματα και προχώρησαν σε εξοχυνιστικές έρευνες εντός του Ναού. Οι Βρετανοί στρατιώτες αναζητώντας κρησφύγετο των αγωνιστών ανέσκαψαν το δάπεδο του Ναού σε αρκετά σημεία και μετακίνησαν την Αγία Τράπεζα[18].
Με αίσθημα εθνικής αλληλεγγύης οι κάτοικοι του Λευκονοίκου εισέφεραν υπέρ των θυμάτων των τουρκικών βανδαλισμών τον Αύγουστο του 1958 το ποσό των 355 λιρών, εκ των οποίων οι 17 ήταν η εισφορά του Καθηγητικού Συλλόγου της Ανώτερης Σχολής Λευκονοίκου[19].
Η νεαρή Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία οικοδομήθηκε επί των αγώνων, των θυσιών και των μόχθων των ηρώων και των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, πολύ νωρίς, 40 μόλις μήνες μετά τη γέννησή της, μπήκε σε μεγάλες περιπέτειες. Τον Δεκέμβριο του 1963 είχαμε την Τουρκοκυπριακή Ανταρσία, δηλαδή την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τις πολιτικές και διοικητικές δομές του νέου Κράτους και τις αιματηρές διακοινοτικές συγκρούσεις, ενώ το καλοκαίρι του 1964 ήταν ιδιαίτερα θερμό, με τις ελληνικές επιχειρήσεις για ανατροπή του τουρκικού προγεφυρώματος στην περιοχή της Μανσούρας – Κοκκίνων, και με τους τουρκικούς βομβαρδισμούς αμάχων στην Τηλλυρία. Σε αυτούς τους εθνικούς αγώνες το Λευκόνοικο προσέφερε δύο από τα παιδιά του: τον Μιχαλάκη Μακρίδη, αγωνιστή της ΑΝΕ και της ΕΟΚΑ, που έπεσε σε μάχη στη Μεσαορία στις 18 Φεβρουαρίου 1964, και τον Αναστάσιο Παναγή Ζαρβό, που έπεσε στις μάχες της Τηλλυρίας το 1964.
Η τουρκική επεκτατικότητα από την μια και μια σειρά λαθών της δικής μας πλευράς από την άλλη, οδήγησαν στα τραγικά γεγονότα του καλοκαιριού του 1974. Η Τουρκική Εισβολή του 1974 οδήγησε στην κατάληψη του 37% του κυπριακού εδάφους, στο θάνατο 4000 περίπου στρατιωτών και αμάχων, στην εξαφάνιση από τα τουρκικά στρατεύματα 1619 Ελλήνων Κυπρίων, και στην προσφυγοποίηση 200.000 Ελλήνων Κυπρίων. Η μεγάλη κωμόπολη της Μεσαορίας, το Λευκόνοικο, έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Βαρύς και ο φόρος αίματος που προσέφερε το Λευκόνοικο κατά την τουρκική εισβολή: 14 οι πεσόντες και 16 οι αγνοούμενοι. Με την πάροδο σαράντα τόσων χρόνων κατέστη δυνατόν να ταυτοποιηθούν οι σοροί 6 αγνοουμένων, τους οποίους απόψε τιμούμε με τη σεμνή αυτή εκδήλωση.
Η κατεχόμενη κοινότητα του Λευκονοίκου μπορεί να είναι ιδιαίτερα περήφανη για το ιστορικό της παρελθόν. Τα παιδιά του τίμησαν διαχρονικά τον τόπο τους σε όλους τους εθνικούς αγώνες του 20ου αιώνα. Η ελληνική γη του Λευκονοίκου αναμένει καρτερικά για 41 χρόνια να σημάνουν ελεύθερα οι καμπάνες των εκκλησιών του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και του Σωτήρος. Τότε μόνο θα βρουν την πραγματική δικαίωση οι ήρωες και οι μάρτυρες του Λευκονοίκου, που λάμπρυναν με τη θυσία τους τις σελίδες της ελληνικής κυπριακής ιστορίας.
[1] Βλ. εφημ. «Φωνή της Κύπρου», 6.12.1926.
[2] Βλ. Πέτρος Παπαπολυβίου, Από την ιστορία των κυπριακών «Εθνικών Εράνων». Τα διαβιβαστικά έγγραφα των κυπριακών εισφορών του 1912-1913 προς την Κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου, Ανάτυπο από Επετηρίδα ΧΧIV του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία 1998, σ. 277.
[3] Βλ. εφημ. «Νέα Φωνή της Κύπρου», 15.1.1927.
[4] Βλ. εφημ. «Νέα Φωνή της Κύπρου», 13.8.1927.
[5] Βλ. Πέτρος Παπαπολυβίου, Η Κύπρος και οι Βαλκανικοί πόλεμοι, Συμβολή στην ιστορία του κυπριακού εθελοντισμού, έκδοση Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία 1997.
[6] Βλ. Δημήτρης Ταλιαδώρος, Η συμβολή της Κύπρου στη Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-1922, Λευκωσία 2001, σ. 356.
[7] Βλ. Δημήτρης Ταλιαδώρος, ό.π., σ. 366-368.
[8] Βλ. Γρηγόρης Κλόκκος, Λευκόνοικο: Το καμάριν της Μεσαορίας, Β΄ Έκδοση, Λεμεσός 2014 και εφημ. «Πολίτης», 24.1.2008.
[9] Βλ. Συμβούλιο Ιστορικής Μνήμης Αγώνα ΕΟΚΑ 1955-1959 – Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Μητρώον Αγωνιστών ΕΟΚΑ 1955 – 1959, τόμος Η΄ (Αλφαβητικός Κατάλογος Αγωνιστών), Λευκωσία 2004, σ. 608-613.
[10] Βλ. εφημ. «Ελευθερία», 13.6.1958.
[11] Βλ. εφημ. «Ελευθερία», 22.3.1957.
[12] Βλ. Δημήτρης Ταλιαδώρος, Λεύκωμα δικηγόρων που υπερασπίστηκαν αγωνιστές της ΕΟΚΑ 1955-1959, Έκδοση Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού-Συμβούλιο Ιστορικής Μνήμης Αγώνα ΕΟΚΑ 1955-1959, Λευκωσία 2002, σ. 92-93.
[13] Βλ. Ευθύμιος (Μίμης) Βασιλείου, Οδοιπορικό Ελευθερίας Ε.Ο.Κ.Α. 1955-1959, Οι ρίζες και η καθημερινή δράσης της, Έκδοση Ιδρύματος Απελευθερωτικού Αγώνα Ε.Ο.Κ.Α. 1955-1959, Τόμος Α΄, Λευκωσία 2009, σ. 551.
[14] Βλ. Ευθύμιος (Μίμης) Βασιλείου, ό.π., σ. 559.
[15] Βλ. εφημ. «Ελευθερία», 28.5.1958, 1.6.1958 και 3.6.1958.
[16] Βλ. εφημ. «Ελευθερία», 28.5.1958, 1.6.1958 και 3.6.1958.
[17] Βλ. εφημ. «Ελευθερία», 6.8.1958.
[18] Βλ. εφημ. «Ελευθερία», 28.8.1958.
[19] Βλ. εφημ. «Ελευθερία», 24.8.1958.