Συνεντεύξεις

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΑΛΗΘΕΙΑ»
Αύγουστος 2020
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Δημάρχου Λευκονοίκου
Ερώτηση 1η
Πώς νιώθετε κάθε χρόνο τέτοιες μέρες;
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, μέρες πόνου, μνήμης και οδύνης, η σκέψη μας ιδιαιτέρως γυρνά στο καλοκαίρι εκείνο το μαχαιρωμένο. Το μαύρο καλοκαίρι του 1974. Δυο μαχαιριές δέχτηκε το νησί μας πριν από 46 χρόνια. Πέρασε τόσος καιρός… Είναι πάρα πολλά τα χρόνια της μετοικεσίας μας. Μια γενιά ανδρώθηκε στης προσφυγιάς τις στράτες. Μια γενιά έφυγε με το όραμα της σκλαβωμένης γης. Και τώρα πάμε για τη δεύτερη γενιά…μεγαλώνουμε παιδιά και εγγόνια, μακριά από τη γη που μας γέννησε. Μακριά από τους γνώριμους ήχους, τα χρώματα, τα αρώματα…μακριά από τους Αγίους μας, τους κεκοιμημένους μας, την προγονική αρετή!
Λες και το’ χει τάμα ο Αύγουστος να μη μας αφήνει να χαλαρώνουμε. Φέτος και πάλι μάτωσε η ψυχή μας με τους γείτονές μας στη Βηρυτό που περνούν τα δικά τους πάθη για άλλη μια φορά. Λες και δεν τους έφταναν τα πάθη από τον Εμφύλιο. Ευχόμαστε και προσευχόμαστε να αντέξουν και αυτή τη δοκιμασία.
Ερώτηση 2η
Παρόλο που πέρασαν 46 ολόκληρα χρόνια, για μας τους πρόσφυγες σαν να ήταν χθες.
Για μας τους πρόσφυγες, σαν να’ ταν χθες που άρχισε η θανατηφόρα συμφωνία των αρμάτων.
«Ούτοι εν άρμασιν».
Ποιος να το φανταζόταν ότι αυτό το νησί της αφρογέννητης θεάς του Έρωτα, θα περνούσε για άλλη μια φορά μέσα από τις συμπληγάδες της δοκιμασίας; Κι όμως, τα σύννεφα του πολέμου, η απειλή της εισβολής επικρεμμόταν ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια μας.
«Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλλος
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.
Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτα να νιώσουμε»
Σύμφωνα με τον ευαισθητοποιημένο ποιητή μας, τον Παντελή Μηχανικό, η ευθύνη για αυτή την ολιγωρία βαραίνει τους πνευματικούς ταγούς του τόπου, που έπρεπε πρώτοι να είχαν συλλάβει τα μηνύματα και να αφυπνίσουν τον λαό, να τον προειδοποιήσουν για το κακό που ερχόταν…Μεσολάβησε και η προδοσία…
Δεν πήραμε, ηγεσία και λαός, τα μηνύματα, κι έτσι βρεθήκαμε απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, ξυπόλυτοι, ρακένδυτοι, άστεγοι, χωρίς λιθάρι να ακουμπήσουμε, εμείς που είχαμε έναν κάμπο ολόδικό μας κι έναν γίγαντα με πέντε δάκτυλα να μας φυλάει το βιος απ’ τους κουρσάρους.
«Μείναμε στο έλεος του Θεού,
πρόσφυγες στον τόπο μας!
Λες και δεν είχαμε ποτέ μας σπιτικό!»,
θα εκφράσει το παράπονό της σε στίχους η αγαπημένη μας Υπουργός, κ. Κλαίρη Αγγελίδου, πρόσφυγας από την Αμμόχωστο!
«Είχαμε κάποτε κι εμείς
ένα σπίτι, μια αυλή, έναν κήπο!».
Ερώτηση 3η
Τι σημαίνει για σας το 1974;
Αναντίρρητα, το 1974 για μένα, αλλά και για πολλούς άλλους συμπατριώτες και συμπατριώτισσές μας, σημαίνει ότι κόπηκε η ζωή μας στα δυο. Μια ζωή προ του 1974 και μια ζωή άλλη, εντελώς διαφορετική, μετά το 1974. Μια ζωή για την οποία δεν είχαμε προετοιμαστεί.
Για μας ταιριάζει πολύ ο στίχος του λαϊκού τραγουδιού:
«Εμείς γι’ αλλού κινήσαμε
κι αλλού η ζωή μάς πήγε».
Όντως, η ζωή μας αναποδογυρίστηκε. Εμείς και οι γονείς μας αλλιώς προγραμματίσαμε τη ζωή μας. Οι προδιαγραφές μας ήταν άλλες. Άλλα τα όνειρά μας. Άλλες οι προοπτικές μας.
Κι ύστερα χάθηκαν όλα τα όνειρά μας.
Χάθηκαν οι ελπίδες μας.
Χάθηκε το βιος μας.
Χάθηκαν τα νιάτα μας.
Στην πιο όμορφη περίοδο της ζωής μας, τη στιγμή που ανοίξαμε τα φτερά μας ως νέοι και νέες για να υλοποιήσουμε τους στόχους και τα οράματά μας, μας πρόλαβε η εισβολή και η προσφυγιά. Το πιο πολύτιμο που χάσαμε είναι οι παιδικοί μας φίλοι. Οι ψυχές των παιδιών που στην πρώτη άνοιξη της νιότης τους είδαν τα μεγάλα, τα μαβιά μάτια της ανείπωτης καταστροφής. Έζησαν την κόλαση σε μια πλαγιά του Πενταδακτύλου μας. Πολέμησαν σαν λιοντάρια, με την ψυχή τους, απέναντι σ’ έναν πανίσχυρο εχθρό, λυσσασμένο για αίμα και εκδίκηση.
«Τόσες ψυχές, δοσμένες στις μυλόπετρες»
Αυτά τα παιδιά που γύρισαν πριν από λίγα χρόνια σε ένα κασελάκι, όλα αυτά τα χρόνια στοίχειωναν τις μέρες και τις νύχτες μας. Εμείς ζήσαμε. Αυτούς τους πήρε το μαύρο σύννεφο.
Εμείς συνεχίσαμε…Αγώνας επιβίωσης. Βιώσαμε τον ευτελισμό του ανέστιου, του πρόσφυγα. Είδαμε τις περιουσίες στο ελεύθερο τμήμα του νησιού μας να εκτοξεύονται στα ύψη.
Ερώτηση 4η
Πιστεύετε ότι εφαρμόστηκε η ίση κατανομή βαρών μετά την τουρκική εισβολή;
Μου προξενεί θυμηδία η φράση, όταν τη βλέπω γραμμένη έξω από το οίκημα που στεγάζεται η υπηρεσία αυτή. Ενώ εμείς προσπαθούσαμε να επιβιώσουμε σε πολύ δύσκολες συνθήκες, είδαμε ανθρώπους που κοιμήθηκαν φτωχοί και ξύπνησαν πλούσιοι…Κι εμείς να ζητάμε ίση κατανομή βαρών! Ποια ίση κατανομή; Ανέκδοτο! Τα βάρη της εισβολής τα επωμίσθηκαν μόνο οι πρόσφυγες. Αυτό είναι το παράπονό μας από όλες τις κυβερνήσεις. Ελάχιστη η βοήθεια που δόθηκε σε ανθρώπους που έχασαν τα πάντα. Τουλάχιστον να δινόταν κάθε χρόνο, ανάλογα με την περιουσία που άφησε ο καθένας, ένα ποσό για απώλεια χρήσης της περιουσίας αυτής, για απώλεια εισοδημάτων. Ψιλά γράμματα, θα μου πείτε.
Ναι, αλλά έχουμε το παράδειγμα της Γερμανίας μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν ο γηραιός Αντενάουερ εφάρμοσε την ίση κατανομή βαρών. Όσες περιοχές δεν καταστράφηκαν, βοήθησαν στην ανοικοδόμηση των περιοχών που ερημώθηκαν από τους βομβαρδισμούς. Σε μας τα συμφέροντα των λίγων υπερίσχυσαν από το καλό των πολλών που πλήρωσαν το τίμημα.
Αναντίλεκτα, τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς, έκτισαν όπως-όπως τους συνοικισμούς, κερδοσκόπησαν πολλοί και πλούτισαν με τις αρπαχτές αυτές και με τις κακοτεχνίες, στη συνέχεια, οι αυτόχθονες, εκμεταλλεύτηκαν την ανάγκη των προσφύγων για απόκτηση ενός τεμαχίου γης για να στεγάσουν τα παιδιά τους, κι έτσι άνοιγαν το στόμα τους και απαιτούσαν υπέρογκα ποσά για τις «καυκάλλες τους», όπως προσφυώς τις ονόμασε η ερίτιμος κυρία της Αμμοχώστου, κ. Λούλα Λόρδου Ιωνίδου. Κι έτσι γέμισε η αγία νήσος μας νεόπλουτους και αρχοντοχωριάτες από τη μια, και νεόπτωχους από την άλλη.
Φταίμε κι εμείς οι πρόσφυγες, ασφαλώς, που δεν ενωθήκαμε ποτέ για να διεκδικήσουμε δυναμικά τα συμφέροντά μας, λένε πολλοί. Μα τα πρώτα χρόνια ήταν ο αγώνας της επιβίωσης. Ο σώζων εαυτόν σωθήναι. Κι ύστερα; Μια ζωή άγχος να επιβιώσει ο πρόσφυγας , να μεγαλώσει τα παιδιά του, να τα μορφώσει, να τα παντρέψει, να…να… Οι γυναίκες που ήταν αρχόντισσες στα σπίτια τους, έγιναν φτηνό εργατικό δυναμικό. Πόσοι πλούτισαν από την υπεραξία της εργασίας αυτών των γυναικών;
Ερώτηση 5η
Τι άλλο θα ήθελες να προσθέσεις σε αυτή τη συνέντευξη;
Μια που μου δίνεται η ευκαιρία, θα ήθελα να προσθέσω ότι πάντα θα θυμάμαι και θα μακαρίζω τον Αλέξη Γαλανό, τον Δήμαρχο της Αμμοχώστου, που ανάλωσε τη ζωή του για τα δίκαια του προσφυγικού κόσμου, αλλά κυρίως για την επιστροφή της πόλης του! Χαρακτηριστικά, μας έλεγε ότι γύρισε την Ευρώπη και την Αμερική με μια βαλίτσα στο χέρι για να διαφωτίσει για το πρόβλημά μας, για την καταπάτηση των ανθρώπινών μας δικαιωμάτων, για τη βεβήλωση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, να ζητήσει βοήθεια για ανεύρεση των αγνοουμένων μας, για μια δίκαιη, λειτουργική και βιώσιμη λύση του προβλήματός μας.
Πιστεύω ακράδαντα ότι η καρδιά του τον πρόδωσε, όταν σιγουρεύτηκε ότι οι προσπάθειες και οι αγώνες του δεν τελεσφόρησαν, ίσα-ίσα οι Τούρκοι έβαλαν στόχο τον εποικισμό της περίκλειστης πόλης. Δεν άντεξε άλλο. Κι εμείς που τον ζήσαμε ως Πρόεδρο της Επιτροπής Κατεχόμενων Δήμων καταλαβαίναμε τελευταίως την απογοήτευσή του. Ο Αλέξης Γαλανός ήταν ένας ευπατρίδης της πολιτικής ζωής του τόπου μας!
Επιλογικά, νιώθω έντονα την ανάγκη να μακαρίσω και να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου, για άλλη μια φορά στους προκατόχους μου στη Δημαρχία του Λευκονοίκου που συντέλεσαν στη μεγαλοσύνη του Δήμου μας, ξεκινώντας από τον πρώτο Δήμαρχο, τον εξαίρετο γιατρό Χρίστο Μιχαλόπουλο, τον αείμνηστο Λουκά Γρηγορίου, γεωργό, που πέθανε από τις κακουχίες στα κρατητήρια με το τέλος του Αγώνα της ΕΟΚΑ, τον μ. Αναστάση Χαραλάμπους, μεγαλέμπορο, αλλά κυρίως θα αναφερθώ στον Δήμαρχο που είδε τον Δήμο του να χάνεται και τον κόσμο του να τρέχει για να σωθεί, πλάνης σε όλο το νησί: τον μ. Μάρκο Σπανό, φαρμακοποιό, που ήταν επικεφαλής του Δήμου μας από το 1960 ως το 1985. Βαρύς ο ρόλος του να προσπαθήσει να ενώσει τους ξεριζωμένους συνδημότες/τισσές του, μετά την καταστροφή!
Προσωπικά, συνεργάστηκα πιο στενά με τους δύο τελευταίους Δημάρχους μας, αείμνηστους Λυκούργο Κάππα και Μιχάλη Πήλικο, ως Πολιτιστική Λειτουργός του Δήμου Λευκονοίκου, με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου επί Δημαρχίας Λυκούργου Κάππα. Και οι δύο, με την προσωπικότητα και το κύρος τους, έχουν να επιδείξουν αξιοζήλευτο έργο. Έτσι κι εμείς συνεχίζουμε την παράδοση αυτή για το καλό του κόσμου μας, για την ανάδειξη του Δήμου μας και της πολιτιστικής κληρονομιάς που κουβαλούμε από τους προγόνους μας.
Αμετάθετος στόχος μας είναι να γυρίσουμε στη γη που μας γέννησε. Κι όπως λέει και η γριά γιαγιά του ποιητή Φοίβου Σταυρίδη:
«Θέλω να πάω στο σπίτι μου.
Εδώ δεν είναι τόπος μου για να πεθάνω!»
Σας ευχαριστώ πολύ!

  • Κοινοποιήστε: