Εισβολήηηη
Ευχαριστώ την καλή μας φίλη από τη Λέσβο, την έγκριτη δημοσιογράφο κ. Ντόρα Πολίτη, η οποία αγαπά πολύ το Λευκόνοικο, λόγω της αδελφοποίησής μας με τον Δήμο Μολύβου (Μήθυμνας), η οποία στα δεκαεννέα της χρόνια έγραψε το πιο κάτω κείμενο, μόλις έμαθε για την εισβολή.
Το κείμενο αυτό το δημοσίευσε η εφημερίδα “Δημοκράτης” της Λέσβου. Από εκεί το είχε πάρει και το φύλαξε η Πρόεδρος της Λεσβιακής Παροικίας Αθηνών, κ. Καίτη Μεσηνέζη-Πλατσή, εξαίρετη και πολυβραβευμένη ζωγράφος. Το κείμενο αυτό, όπως μου γράφει το έχει ξαναστείλει στον Δήμο και το Σωματείο μας. Αυτές τις μέρες η κ. Μεσηνέζη, ψάχνοντας στο αρχείο της, το βρήκε και της το έστειλε, γιατί και η ίδια με τις τόσες μετακομίσεις, κάπου το έχασε…
Σκέφτηκε αμέσως να μου το στείλει, για να το κοινοποιήσω. Την ευχαριστώ από καρδιάς για την εμπιστοσύνη και την αγάπη της.
Εισβολήηηη…
Γράφει η Ντόρα Πολίτη
(Χιούστον Τέξας 1974)
Παναγιώτα – Θεοδώρα το βαφτιστικό μου, και γιόρταζα το πρώτο μου όνομα. Το δεύτερο το γιορτάζω από τότε που ξαναγύρισα στην Ελλάδα με τον Άγιο Θεόδωρο το δικό μας.
Εκείνη τη χρονιά, μέρα της Παναγίας, Οι καλεσμένοι ξεκολλημό δεν είχαν. Σαν έφυγαν, μεσάνυχτα και βάλε, ξαναβρήκα τον εαυτό μου. Ποτέ δεν μ’ άρεσαν οι συμβατικές καταστάσεις. Κομπλιμέντα που δεν τα πιστεύεις, δώρα που δεν θέλεις, ευχές που δεν σ’ αγγίζουν. Επιτέλους μόνη.
Εκείνος ήταν πάντα εκεί, μα εγώ πάντα έλεγα να είμαι μόνη.
Ο καναπές μου στο χρώμα της ώχρας, τα μαξιλάρια στο σοκολατί και στο κατάλευκο. Τα τριαντάφυλλα στο βάζο κίτρινα και ροζ. Κι ώρα… κατάμαυρη. Τοπική ώρα 3.14 ξημερώματα. 16 Αυγούστου 1974. Χιούστον Τέξας.
Όλα τα χρώματα τα θυμάμαι σε εκείνη την εικόνα της τηλεόρασης, γιατί ήταν… μόνο δύο. Γκρίζο του καπνού και τουρκικό χακί του ολέθρου. Έβλεπα να πέφτουν αλεξιπτωτιστές μιλιούνια στην Αμμόχωστο. Κόλλησε το μυαλό μου. Η είδηση: Εισβολή στην Κύπρο.
Πετάχτηκα αλαλίασμένη: “Σε ποιον να μιλήσω/ αλήθεια να πω/ τα μάτια να κλείσω/ να ονειρευτώ/…”
Τον ξύπνησα.
Οι Τούρκοι μπήκαν στην Κύπρο. Εισβολήηη… Κάτι να κάνουμε. Να ειδοποιήσουμε την ομογένεια, να βρούμε εφημερίδες, να τηλεφωνήσουμε στην Ελλάδα. Εισβολήηη…
Με κοίταξε απαθής. Γέλασε: ¨Σιγά την απώλεια – μου είπε. Ένα νησάκι δίπλα στην Τουρκία δεν είναι η Κύπρος; Μία χούφτα Έλληνες και θέλουν και ανεξάρτητη πατρίδα; Καλά να τους κάνουν…”.
Γύρισε απ’ τ’ άλλο πλευρό. Τον χτύπησα λυσσασμένα με το παπούτσι. Δεν πόνεσε, μόνο ξαναγέλασε. Εγώ μόνο πονούσα, σφάδαζα. Εισβολή τεθωρακισμένων στη νεαρή τότε ψυχή μου. Εισβολή στα χώματα της ιστορίας, τους ροδώνες της καρδιάς μου, στα ονειρικά τοπία του μυαλού. Εισβολήηη…
Ήταν και η αρχή του τέλους για τους δυο μας…
Βρόντηξα την πόρτα της… ροζ Candillac κι έφυγα. Ποτέ δεν μ’ άρεσε τούτο τ’ αυτοκίνητο. Νρεπόμουν, και το μεγαλείο του, και το χρώμα του, και μ’ ό,τι ακόμα δήλωνε: Πως ήμουν αλλουνού. Πως εγώ δεν ήμουν εγώ. Πως άλλοι αποφάσιζαν για μένα…
Εισβολήηη…
Κάτι να κάνω. Τούρκοι μπήκαν στην Κύπρο και θερίζουν ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους…
Τόσο αδύναμη που δεν με αντέχω. Όμως κάτι να κάνω… Η ελληνική σημαιούλα απ’ το τελευταίο μου πανηγύρι στον Άη Γιάννη το Μόθωνα πριν φύγω από το νησί μου. Την έδεσα στην κεραία της ροζ Candillac κι έβαλα μπρος. Ξημερώματα. Που πήγαινα δεν ξέρω… Μα κάτι να κάνω. Να το μάθουν όλοι. Αίματα ξανά στην Κύπρο.
Εισβολήηη…
Οι άλλοι με προσπερνούσα αδιάφοροι. Τεξανοί. Που να ξέρουν οι κατακαημένοι από παθιασμένη ελληνική ψυχή και μάλιστα… νησιώτικη…
Στις ράγες του τρένου, διασταύρωση Ρίτσμοντ και Μπελέρ τα ’παιξα. Έπεσα πάνω στην κόρνα του αυτοκινήτου κι άρχισα το δικό μου βομβαρδισμό, μες τ’ αδιάφορο, άσχετο, αμερικανικό πλήθος που ξεκινούσε για το κυνηγητό του δολαρίου. Μπίιιπ, ξυπνήστε βρε ρεμάλια, φταίτε και σεις για ό,τι κάνουν στην Κύπρο. Μπίιιπ, θα ‘ρθει η ώρα που την αναισθησία σας θα την πληρώσουμε όλοι. Μπίιιπ, Κύπρο ν’ αντισταθείς. Δε σου ‘γραψε τσάμπα ο Παλαμάς “πολλούς αφέντες άλλαξες δεν άλλαξες καρδιά…”. Μπίιιπ…
Μέσα στον καθρέφτη είδα το φως του περιπολικού. Ο σερίφης στο σκουροπράσινο χακί. Τούρκος μου φάνηκε! Ένα κλικ στα μέσα μου και κλείδωσα. Μου χτύπησε το τζάμι ν’ ανοίξω. Εγώ συνέχιζα στο μπιπ… Με ξεκλείδωσαν με το ζόρι. Κατέβασαν την ελληνική σημαιούλα μου απ’ την κεραία. Την έβαλαν σ’ ένα φάκελο. είμαι χύμιξα να την αρπάξω. Με ηρέμησαν. Εισβολήηη…
Ο σερίφης κατάλαβε. Ναύτης κάποτε στον αμερικανικό στόλο, Πειραιά Τρούμπα…
Sorry, very sorry …
Με πήγαν μέσα για αντίσταση κατά της αρχής. Εγώ γραμμένους τους είχα. Τη σημαιούλα μου ήθελα.
Δύο τηλεφωνήματα είχα δικαίωμα να κάνω. Έκανα μόνο ένα: Στήβ Πέτρου, συνάδελφος Έλληνας στην τηλεόραση: Khou TV II Houston. Μέχρι να έρθει, τα κανόνισαν, για να φύγω.
Σιγά μην έφευγα χωρίς τη σημαία. Ήταν η πατρίδα μου, ήμουν εγώ, ήταν ο πατέρας μου, ο μικρασιάτης πρόσφυγας, ήταν τα όνειρά μου του γυρισμού.
Εισβολήηη…
Αυτή τη φορά δεν το σκεφτόμουν μόνο, το φώναζα. Αρνήθηκα να φύγω απ’ το κρατητήριο. Μαζεύτηκαν διοικητές, αξιωματικοί, κόσμος… να κι ο φίλος μου ο Στληβ με την κάμερα: Έκαναν όλοι πίσω, βγήκα εγώ μπροστά. Και η Κύπρος. Και η σημαία μου που τόσες ώρες δεν μου την έδιναν. Την κράτησα στο στήθος, έτρεμα, όμως δεν έκλαψα. Ήταν η δική μου ώρα. Κάτι να κάνω…
Σ’ ευχαριστώ για το δώρο σου Παναγιά μου στη γιορτή μου. Μου ‘δωσες φωνή on camera. Τα είπα, τα φώναξα, θα κατήγγειλα. Παρακίνησα την ομογένεια να ξυπνήσει. Κι ήμουν μόνο ένα κοριτσάκι τότε, μια σταλιά… Την άλλη μέρα ξεκίνησε η κινητοποίηση της παροικίας μας. Κι όλες οι εφημερίδες και οι τηλεοράσεις είχαν τη σημαιούλα μου πρώτο Πλάνο και την κραυγή μου πρωτοσέλιδο.
Εισβολήηη…