Πριν από λίγο καιρό σε μια ομάδα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είδα μια φωτογραφία που ανέφερε ότι κάποιοι Τουρκοκύπριοι ισχυρίζονταν ότι το σπίτι στη φωτογραφία που δημοσιεύτηκε εκεί ήταν το σπίτι της Σοφία Λόρεν και υπήρξε μια συζήτηση ότι δεν πήγε ποτέ στο Βαρώσι και πως το σπίτι ήταν του Δημήτριου Μαραγκού (Μήτσος Μαραγκός) από το Βαρώσι. Επικοινώνησα με τη Μαρίνα Μαραγκού και της ζήτησα να γράψει κάτι.
Η Μαρίνα Μαραγκού, που ζει στο Brisbane της Αυστραλίας, γράφει τα ακόλουθα:
«Ο πατέρας μου Γιώργος Μαραγκός είχε τρεις κόρες. Ήταν πρόθυμος να επιλέξει για αυτές επιφανείς νονούς. Επέλεξε έναν νονό που ήταν πιο κοντά σε μένα, τον θείο μου Μήτσο Μαραγκό, ο Δημήτριος Μαραγκός ήταν ο μικρότερός του αδερφός. Τον αγαπούσα σαν δεύτερο πατέρα μου. Δεν βρήκα αποδεικτικό στοιχείο για τη βάπτισή μου. Υπάρχει μια πολύ αγαπημένη φωτογραφία στην οποία κοιτάζει προς τη φωτογραφική μηχανή ενώ κάθεται στη βιβλιοθήκη του στην Αμμόχωστο που ξυπνά αναμνήσεις. Ήταν ο μικρότερος γιος μιας μεγάλης οικογένειας, με το ίδιο ανάστημα με τον πατέρα μου, πιο ίσια μαλλιά, αμυγδαλωτά μάτια και ήταν ένας ευγενικός, διακριτικός και ήσυχος άντρας που τράβηξε άλλο δρόμο, αφού δεν μπήκε στην οικογενειακή επιχείρηση ξυλείας και ακολούθησε το όνειρό του να γίνει γιατρός στη Βιέννη. Ο Μήτσος πήγε στο Εμπορικό Κολέγιο στην Αθήνα και στο Παρίσι και επέστρεψε για να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση. Ήταν ενεργό μέλος του Επιχειρηματικού Φόρουμ της Αμμοχώστου και επίσης μέλος της Τράπεζας Κύπρου. Διετέλεσε αντιπρόεδρος των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων στην Αμμόχωστο από το 1933 μέχρι το 1974, ως συνέχεια των δραστηριοτήτων του πατέρα του. Ο Νικόλαος Μαραγκός ήταν ιδρυτικό μέλος της Βιβλιοθήκης της Αμμοχώστου το 1950. Σε όλη του τη ζωή χρησιμοποιούσε τη θέση του στην κοινωνία για να κάνει καλές πράξεις, ενώ ήταν πάντα σεβαστός στην κοινότητα.
Το σπίτι
Θυμάμαι να τον συνοδεύω σε βόλτες στο λιμάνι της Αμμοχώστου. Είχε μια άσπρη Mercedes με τιμόνι από ξύλο καρυδιάς. Χρειαζόταν ειδική άδεια για να μπει κάποιος στο λιμάνι. Εκεί περπατούσαμε κατά μήκος της αποβάθρας, θαυμάζαμε τον Πύργο του Οθέλλου και τα μεγάλα πλοία που έφερναν ξυλεία στην επιχείρησή του, ειδικά από τη Σουηδία, και μετά πηγαίναμε στο μικρό λιοντάρι μπροστά από την Πύλη της Θάλασσας. Έκτισε το σπίτι του στην παραλία της Αμμοχώστου και ήταν από τα πιο γνωστά σπίτια της περιοχής. Έργα τέχνης από ντόπιους και διεθνείς καλλιτέχνες, από διάσημους Ευρωπαίους δασκάλους κοσμούσαν τους τοίχους. Η θεία Μπέμπα ήταν μια γυναίκα με μεγάλη εξουσία και αξιοπρέπεια και ήταν Ελληνίδα από το Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου. Γνωρίστηκαν σε ένα επαγγελματικό ταξίδι του θείου, παντρεύτηκαν κι απέκτησαν έναν γιο, τον Νίκο. Η θεία Μπέμπα μιλούσε άπταιστα γαλλικά και ήταν ιδρυτικό μέλος του Φεστιβάλ Πορτοκαλιού. Το σπίτι τους ήταν πάντα ανοιχτό για εμάς. Τον χειμώνα περνούσαμε Σαββατοκύριακα στην Αμμόχωστο και πάντα την Κυριακή τρώγαμε μεσημεριανό στο σπίτι του θείου. Από το σπίτι θυμάμαι το μαύρο και άσπρο μάρμαρο στο πάτωμα. Στη μέση ένα στρογγυλό κάθισμα με κίτρινο βελούδο ύφασμα. Αριστερά, μια κυκλική σκάλα που οδηγούσε στον τελευταίο όροφο με ένα κόκκινο χαλί στερεωμένο με μπρούντζινες ράβδους. Πιο αριστερά στον κάτω όροφο ήταν οι κουζίνες όπου η Αναστασία, η υπηρέτρια, ήταν πάντα απασχολημένη. Η τραπεζαρία και το σαλόνι είχαν θέα στη θάλασσα. Ένας όμορφος μεγάλος πίνακας του Πολ Γεωργίου στον αριστερό τοίχο. Η θεία μου ήλεγχε πλήρως την κουζίνα και το φαγητό ήταν πάντα νόστιμο και άφθονο. Θυμάμαι τη σαλάτα με κραμπί και σάλτσα από χυμό λεμονιού και ελαιόλαδο, ενώ στο κέντρο υπήρχε μια ντομάτα σε σχήμα τριαντάφυλλου. Από φαγητά θυμάμαι τα μακαρόνια του φούρνου και το ψάρι με μαγιονέζα. Ως παιδιά ενθαρρυνόμασταν πάντα να ντυνόμαστε με τα καλύτερα ρούχα και παίζαμε με την κούνια έξω από την κουζίνα περιμένοντας να μας φωνάξουν στο τραπέζι.
Η βιβλιοθήκη του
Θυμάμαι ακόμη τη βιβλιοθήκη με τον πατέρα και τον θείο να συζητάνε κι εμάς καθισμένους στις σκούρες πράσινες δερμάτινες καρέκλες με κουμπιά και μπρούντζο. Η βιβλιοθήκη, εκείνο το ιδιαίτερό του ιερό μέρος, βρισκόταν στη δεξιά πλευρά του σπιτιού με δρύινη επένδυση από το πάτωμα μέχρι την οροφή. Εκεί ήταν το γραφείο του και διάφορα φωτιστικά. Οι τοίχοι είχαν βυζαντινά εικονίσματα ανεκτίμητης αξίας, έργα τέχνης και η αδελφή μου, η Άννα, θυμάται τους πίνακες του Stephen Ward, ενός οστεοπαθητικού και λαμπρού σκιτσογράφου που έγινε διάσημος στην υπόθεση Profumo. Ντουλάπια με χειρόγραφα, χάρτες και άλλα έγγραφα που είχε συλλέξει, ενώ τα βιβλία ήταν καλυμμένα με πράσινο και χρυσό και σε αυτά υπήρχαν τα αρχικά DNM. Μέσω αυτών των αρχικών η αδερφή μου και η οικογένεια μπόρεσαν να φέρουν πίσω στην Κύπρο ένα γαλλικό βιβλίο του Marcel Brion με τίτλο Catherina Cornaro, το οποίο εμφανίστηκε σε δημοπρασία, καθώς η βιβλιοθήκη του λεηλατήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου και τα περισσότερα βιβλία του πουλήθηκαν. Το βιβλίο σήμερα βρίσκεται προσωρινά στο Λεβέντειο Δημοτικό Μουσείο Λευκωσίας μέχρι την επιστροφή του στην Αμμόχωστο. Φρόντιζε τα βιβλία σαν να ήταν παιδιά, ξοδεύοντας χρήματα για να τα συρράψει και να τα δέσει ξανά με τα καλύτερα δερμάτινα καλύμματα. Αυτή ήταν η πρώτη και σημαντικότερη Κυπρολογική Βιβλιοθήκη, αφού είχε βιβλία για την Κύπρο, διεθνείς συγγραφείς και ντόπιους, ενώ ήταν από διάφορες περιόδους. Ήταν ένθερμος συλλέκτης και μπορούσε να αγοράσει από τους καλύτερους οίκους δημοπρασιών στην Ευρώπη και γρήγορα καθιερώθηκε ως σεβαστός και σοβαρός συλλέκτης της Cypriana. Όλα τα βιβλία ήταν καταχωρισμένα σε κατάλογο και μια δημοσίευση εμφανίστηκε στο Πρώτο Κυπρολογικό Συνέδριο και ο Κύρρης δημιούργησε έναν κατάλογο της Βιβλιοθήκης. Τα βιβλία αριθμούσαν περίπου 3.500, υπήρχαν ταξιδιωτικά, ιστορικά έργα, μυθιστορήματα και συλλογές ποίησης, ακαδημαϊκές εργασίες και χάρτες, όλα συνδέονταν με το νησί. Μερικοί από τους συγγραφείς των οποίων τα έργα κοσμούσαν τα ράφια είναι οι B. Karageorgis, R Gunnis, Hill, J Hackett, Paul Ricaut, Corneellis Le Brun, Sir Samuel Baker, Louis Palma de Cesnola, Tankerville Chamberlayne με το Lacrymae Nicosiensis Paris 1894 και Fra Niccolo του Roggibonai 1346-1350. Ήταν μια πλούσια και μοναδική συλλογή ανυπολόγιστης αξίας για την Κύπρο. Πάνω στο μεγάλο γραφείο του βρισκόταν ένα αναλόγιο βιβλίων που μόνιμα φιλοξενούσε ένα ανοιχτό βιβλίο –η αδερφή μου Άννα θυμάται ότι ήταν το Βιβλίο των Μοναχών–, χειρόγραφο με την πιο περίτεχνη και ακριβή μορφή. Δίπλα από το γραφείο υπήρχε ένα στρογγυλό τραπέζι όπου εξέχουσα θέση κατείχε μια υδρόγειος σφαίρα. Πιθανότατα αυτή ήταν η πρώτη μου συνάντηση με μια υδρόγειο σφαίρα και από εκεί έπαιρνα γεωγραφικές πληροφορίες.
Τα καλοκαίρια
Στη Νίκη, τη μεγαλύτερη αδερφή μου, άρεσε να κάθεται στη βιβλιοθήκη και να διαβάζει κάποια από τα βιβλία. Ήμουν δέκα χρόνια μικρότερη από αυτήν και τότε τα ενδιαφέροντά μου δεν ήταν τόσο σχετικά με τα βιβλία. Αλλά ήταν ένα μέρος ιερό, ήξερα ότι ήταν προνόμιο να ανήκουμε σε αυτούς που μπορούσαν να το επισκεφθούν, το απολαμβάναμε και πραγματικά επωφελούμασταν από αυτήν την έκθεση στον κόσμο της λογοτεχνίας και της τέχνης. Λόγω αυτής της σύνδεσης και μετά τον πόλεμο έγινε μια προσπάθεια, όπως έκανε και αυτός και η οικογένειά του, να εντοπιστούν τα βιβλία και τα χειρόγραφα που είχαν λεηλατηθεί από το σπίτι σε διεθνείς οίκους δημοπρασιών, αγοράζοντας όσο το δυνατόν περισσότερα. Δυστυχώς, μόνο ένα μέρος από αυτά βρέθηκε ή επέστρεψε. Αυτό ήταν το πάθος του και το ανακάλυψε σε σχετικά μικρή ηλικία, πράγμα που σήμαινε ότι συνέλεγε για περίπου 30 χρόνια, προτού του αφαιρεθούν όλα αυτά με τόσο σκληρό τρόπο. Σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού όταν ζούσαμε στην Αμμόχωστο, το βράδυ πηγαίναμε βόλτες κατά μήκος της παραλίας και τον παίρναμε μαζί μας όταν περπατούσαμε δίπλα από το σπίτι. Τα δύο αδέλφια περπατούσαν γρήγορα, έχοντας τα χέρια τους πίσω από την πλάτη τους. Ήταν η καθημερινή τους άσκηση. Έπαιζα στο νερό, έτρεχα δίπλα τους και απολάμβανα την εγγύτητά τους. Το 1974 φύγαμε όλοι από την Αμμόχωστο με τα ρούχα που φορούσαμε, αναμένοντας ότι θα επιστρέφαμε την επόμενη μέρα, αλλά δυστυχώς εκείνη η μέρα δεν έχει έρθει ακόμα. Έφυγε με την οικογένειά του και για σχεδόν έναν χρόνο ερχόταν κάποιες μέρες της βδομάδας να μείνει μαζί μας, στο σπίτι μας, προσπαθώντας να σταθεί στα πόδια του και να στήσει την επιχείρηση. Ήταν υπέροχο που τον είχαμε μαζί μας. Σε εκείνη τη φάση πήγαινα στο εξωτερικό για να τελειώσω το σχολείο και να πάω πανεπιστήμιο και πήρε στο σπίτι ένα υπνοδωμάτιο δίπλα στο δικό μου. Ήμουν χαρούμενη που ήταν εκεί, και στις διακοπές όταν ταξίδευα πίσω στην Κύπρο πάντα έδειχνε έντονο ενδιαφέρον για τις σπουδές μου και για μένα. Το μεσημεριανό γεύμα ήταν πιο διασκεδαστικό μαζί του. Είχε μια απαλή αλλά έντονη αίσθηση του χιούμορ, η οποία ερχόταν σε αντίθεση με τη σοβαρότητα του πατέρα μου και πάντα έδειχνε αξιοσημείωτη εκτίμηση προς τη μητέρα μου για τα νόστιμα γεύματά της. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το τηλεφώνημα που έλαβα από το σπίτι το 1978 που μου ανακοίνωνε τον θάνατό του από καρδιακή προσβολή. Ήμουν συντετριμμένη από την απώλειά του και που δεν μπόρεσα να τον αποχαιρετήσω. Ο μεγαλύτερος εγγονός του, ο Δημήτρης, θυμάται να κάθεται στις μεγάλες δερμάτινες καρέκλες στη βιβλιοθήκη και να παρακολουθεί το πρόγραμμα Bonanza στην τηλεόραση. Και αυτός επίσης απολάμβανε τα ταξίδια στο λιμάνι και το κέρασμα ενός παγωτού στο Boccaccio Cafe. Η εγγονή του, η Λουίζα, τους θυμάται και τους δύο ως ισχυρές προσωπικότητες. Στα πρώτα χρόνια της ζωής της ήταν η γιαγιά της που είχε μεγαλύτερη επίδραση πάνω της και πιθανόν συνεχίζει κάποιες από τις παραδόσεις της στη δική της οικογενειακή ζωή. Ο παππούς της είχε συμβολή στη διαμόρφωσή της ως ισχυρής και δυναμικής επιχειρηματία που είναι σήμερα. Η οικογένειά του, που δημιούργησε ξανά την επιχείρηση στη Λευκωσία και που πέρασε χρόνια προσπαθώντας να εντοπίσει όσα κλάπηκαν από το σπίτι, το παρακολουθούν να φθείρεται, κατεστραμμένο από τον πόλεμο και την αλμύρα. Όπως και σε πολλές από τις ιστορίες των κατοίκων της Αμμοχώστου, η δική του ήταν μια ιστορία συμπόνιας και φροντίδας για την πόλη, διατηρώντας την ιστορία και τον πολιτισμό της, μαθαίνοντας από αυτήν και αγαπώντας αυτό που είχε να του προσφέρει. Ήταν από κάθε άποψη ένας πρεσβευτής της πόλης και ένας από τους πολύ πιστούς κατοίκους της. Μαρίνα Μαραγκού – Brisbane 2021».
Πηγή: politis.com.cy