Ένα μνημείο αφιερωμένο στους πρόσφυγες του Μικρασιατικού Ελληνισμού, στο κέντρο της Λεμεσού που θα αποτελεί διαχρονική υπόμνηση της τραγωδίας και φόρο τιμής για τις χαμένες αλλά ποτέ ξεχασμένες πατρίδες.
100 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή, ο Δήμος Λεμεσού με τιμή, συγκίνηση και εθνική ανάταση, τέλεσε το απόγευμα της Κυριακής 3 Ιουλίου, τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου Προσφύγων του Μικρασιατικού Ελληνισμού του 1922, που βρίσκεται στον περίοπτο χώρο που παραχώρησε, επί των οδών Θέκλας Λυσιώτη, Ευαγγελίστριας και Εμμανουήλ Ροΐδη. Τα εγκαίνια τελέστηκαν στην παρουσία και του Έλληνα Πρέσβη.
Ο Δήμαρχος Λεμεσού κ. Νίκος Νικολαΐδης, σε χαιρετισμό του αναφέρθηκε στις εκατόμβες Ελλήνων που σκοτώθηκαν ή ξεριζώθηκαν και αναζήτησαν σε άλλα μέρη νέες ελληνικές πατρίδες, μια από τις οποίες υπήρξε και η Λεμεσός.
«Το μνημείο αυτό είναι μια πρωτοβουλία του Συνδέσμου Μικρασιατών και είναι αφιερωμένο κατεξοχήν στους Κύπριους Μικρασιάτες. Η Λεμεσός με το μνημείο αυτό δείχνει ακόμα μια φορά το σεβασμό της προς τους πρόσφυγες και τα θύματα του ξεριζωμού. Η Λεμεσός που απλόχερα φιλοξένησε τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας το 1922, όπως και τις χιλιάδες ξεριζωμένους από την ίδια την πατρίδα μας το 1974, φιλοξενεί σήμερα και πρόσφυγες από τη ρημαγμένη Ουκρανία. Αυτό το μήνυμα αλληλεγγύης της πόλης μας προς τον κάθε πρόσφυγα, εκπέμπει αυτό το μνημείο» είπε ο κ. Νικολαΐδης.
«Από το 2010 που ιδρύθηκε ο Σύνδεσμος Μικρασιατών Κύπρου προσμέναμε αυτή τη στιγμή, ιερή στιγμή για μια ιερή μνήμη» είπε από την πλευρά της η Πρόεδρος του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου κα. Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου. «Είμαστε, ως Διοικητικό Συμβούλιο περήφανοι γιατί με την επέτειο των 100 χρόνων από την Μικρασιατική Καταστροφή παραδίδουμε στις γενιές που θα έρθουν ένα ορόσημο μνήμης, ιστορίας και πολιτισμού» όπως είπε.
«Είναι ιδιαίτερη τιμή και μεγάλη συγκίνηση για μένα να τελέσω τα αποκαλυπτήρια του μνημείου προσφύγων του 1922» είπε ο Πρέσβης της Ελλάδας κ. Ιωάννης Παπαμελετίου. «Και η Κύπρος γνωρίζει δυστυχώς πολύ καλά από προσφυγιά. Το 1974 παραμένει ανοιχτή πληγή».
Το έργο φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γιάννης Ιωάννου, με αρχιτέκτονα τον Νίκο Χατζηγεωργίου.