Βασίλης Σάββα Χοίρας
Γιατί να φύγει τόσο άδικα, τόσο γρήγορα αυτό το παιδί;
Αυτός ο λεβέντης, ο γλυκός, ο όμορφος;
Πόσο μου θυμίζει την προγιαγιά του, τη γειτόνισσά μας, τη θεία μου τη Δέσποινα, την καλή, την άξια και την προκομμένη γυναίκα! Έχω σοκαριστεί με αυτή τη φωτογραφία.
Γιατί να χάσει τη ζωή του; Το πιο πολύτιμο αγαθό που έχουμε!
Λεβέντη μου, παλληκάρι μου, να πας στο καλό, γιόκα μου!
Καλό παράδεισο!
Πώς να το δεχτούν οι δικοί σου;
Αχ, Σκευούλα μου, καλή μου φιλενάδα!
Τι λόγια να σου πει κανένας και να σε παρηγορήσει;
Μόνο να βλέπεις το χαμόγελό του, νιώθεις ότι τον πήρε για άγγελο στους ουρανούς ο Θεός μας!
Το Λευκόνοικό μας πενθεί!
Η Μεσαορία μας πενθεί!
Λευκόνοικο και Περιστερωνοπηγή σπαράζουν!
Μεγάλος πόνος έπεσε στη γη μας.
Μεγάλος πόνος έπεσε στις ψυχές μας.
Όμως, ο μεγάλος πόνος ανήκει στη μάνα, τον πατέρα, τη γιαγιά, τον παππού, τη θεία, τον θείο, τα ξαδέλφια, τους φίλους…
Ο Θεός να τους παρηγορήσει!
Μόνο Αυτός!
Αχ, γιόκα μου! Τι μοίρα είχες, καλέ μου!
Δεν πρόλαβες να μεγαλώσεις!
Δεν πρόλαβες να χαρείς!
Πέταξε η ψυχή σου στα ουράνια!
Αγόρι μου γλυκό!
Ομορφιά λευκονοικιάτικη!
Γονίδια που μαρτυρούν από πού έρχεσαι, γιε μου!
Από εκεί στη γειτονιά μας, από τον κουζουλάρη μας!
Θεία Δέσποινά μου, αγαπημένη μου, καλώς να τον δεχτείς τον λεβέντη σου, στους παραδεισένιους τόπους που κι εσύ ζεις!
Παρηγόρα το το νιο βλαστάρι σας…
Δεν θα κατάλαβε τι έγινε…
Θα’ ναι αλλοπαρμένο, φοβισμένο, ταλαιπωρημένο…
Δεν πρόλαβε να καταλάβει τι έγινε…
Δεν ξέρει πού ήρθε…
Κρίμα το παλληκαράκι μας!
Πονά η ψυχή μου όσο σκέφτομαι τη Σκευούλα και τον Βάσο μας!
Λυπάται η ψυχή μου τον Σάββα, τον πατέρα του, τον καλότατο, μα και τη Γιώτα μου, τη θεία του την αγαπημένη μου, που φαντάζομαι σε τι τενάγη θλίψης έχουν βυθιστεί, μαζί και με τον θείο του τον Δώρο!
Ας μη χαμογελούσες, ρε Βασίλη μου, τόσο γλυκά!
Δεν θα μου έσκιζες τόσο την καρδιά!
Δεν θα πονούσα τόσο τους δικούς σου!
Γιατί να μην μπορέσουμε κανένας να σε προφυλάξουμε;
Γιατί, γιατί, γιατί…
Πόσα γιατί μαζεμένα, γιε μου…
Κι η μάνα;
Πώς να ζήσει αυτή η κοπέλα που έχασε το αστέρι της;
Μέσα στα μάτια σου καθρεφτίζεται, Βασίλη μου, η αθωότητα, η καλοσύνη, η γλυκύτητα και η ομορφιά…
Αχ, Βασίλη μου, ήσουν άτυχος!
Άλλος ένας νέος που έπρεπε να θυσιαστεί σε αυτόν τον απηνή θεό, τον Μολώχ της ασφάλτου!
Ας μη χαμογελούσες, ρε Βασίλη μου, τόσο γλυκά!