Πανηγυρικός για τις Εθνικές Επετείους
25ης Μαρτίου 1821 και 1ης Απριλίου 1955
Δήμος Στροβόλου
Ιερός Ναός Αποστόλου Βαρνάβα Δασουπόλεως
Κυριακή, 31 Μαρτίου 2019
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Δημάρχου Λευκονοίκου
«Αντάν αρτζιέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζι εφυσούσαν
τζι αρκίνησεν εις την Τουρτζιάν να κρυφοσυννεφκιάζη
τζιαι που τες τέσσερεις μερκές τα νέφη εκουβαλούσαν,
ώστι να κάμουν τον τζιαιρόν ν’ αρτζιεύκη να στοιβάζη,
είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι η Τζιύπρου το κρυφόν της
μεσ’ στους ανέμους τους κρυφούς είσιεν το μερτικόν της».
Σεβαστόν Ιερατείον,
Αξιότιμε κ. Δήμαρχε Στροβόλου, φίλτατε Ανδρέα Παπαχαραλάμπους,
Αξιότιμοι Δημοτικοί Σύμβουλοι και Πρόεδροι Σωματείων και Οργανώσεων του Δήμου Στροβόλου,
Ελληνίδες, Έλληνες,
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Θεωρώ μεγάλη ευλογία και τιμή να μιλώ για τις μεγάλες, τις μέγιστες επετείους του Έθνους μας κάτω από τον θόλο αυτού του πάνσεπτου Ιερού Ναού που είναι αφιερωμένος στον Απόστολο Βαρνάβα μας, τον δικό μας Απόστολο, που στο μοναστήρι του αφήσαμε πολλές από τις πιο όμορφες μνήμες της παιδικής και εφηβικής ηλικίας μας στα γελαστά χρόνια της χαράς μας στη γη των προγόνων μας.
Ευχαριστώ εκ βάθους καρδίας τον πολυφίλητό μου Δήμαρχο Στροβόλου, για την τόσο τιμητική πρόσκλησή του. Η σχέση μας είναι υιική, και είμαι περήφανη που με κάλεσε ο Δήμαρχος της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της Κύπρου, της πόλης που αγκάλιασε όλο τον κόσμο της προσφυγιάς και όπου βρήκαν απάγγιο και παραμυθία και πολλοί συμπολίτες μου από την τρανή κωμόπολη του Λευκονοίκου, μετά τον χαλασμό που μας βρήκε εκείνο το μαύρο καλοκαίρι του 1974, και γι’ αυτό εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας.
25η Μαρτίου 1821. Θρησκευτική και εθνική αναγέννηση πανηγυρίζει ο όπου γης Ελληνισμός τη μέρα αυτή. Μέρα του Ευαγγελισμού, γιορτή της Παναγίας μας, αλλά και γιορτή της πατρίδας μας. Γιορτή περίτρανη και μεγαλώνυμη. Εκκλησία και Έθνος συμπανηγυρίζουν την απελευθέρωση του ανθρώπινου γένους. Να μου επιτρέψετε να σταθώ για λίγο στην προσφορά των συμπατριωτών μας στον μεγαλειώδη αυτόν αγώνα της φυλής μας. 4,000 χρόνια κρατάνε οι δεσμοί με την Ελλάδα. Το μαρτυρούν τα αμέτρητα αρχαιολογικά ευρήματα, το μαρτυρούν ο Ηρόδοτος και οι άλλοι νεότεροι ιστορικοί. Όσο κι αν η Κύπρος βρισκόταν μακριά από την Ελλάδα και τόσο κοντά στην Τουρκία, δεν μπορούσε να απουσιάζει από τον μεγάλο του Γένους ξεσηκωμό.
Καταρχάς, την περίοδο της προετοιμασίας της επανάστασης, πολλοί Κύπριοι που διέμεναν σε πόλεις της Ευρώπης, δραστηριοποιήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία, όπως ο ανιψιός του Αρχ. Κυπριανού, Θεόφιλος Θησέας που μετέτρεψε το εμπορικό του γραφείο στη Μασσαλία σε κέντρο συλλογής εφοδίων και στράτευσης Φιλελλήνων, προτού να κατέλθει ο ίδιος στην Πελοπόννησο και να διαθέσει τη μεγάλη περιουσία του στον Αγώνα. Όπως αναφέρει ο Θεόδωρος Kολοκοτρώνης χαρακτηριστικά, εξαίροντας την τιµιότητα και φιλοπατρία του, ο Θησέας, «δαπανών εξ ιδίων του πάντοτε, δεν κατεδέχθη να επιβαρύνη εις ουδεµίαν περίστασιν το Eθνικόν Tαµείον».
Μαζί με τον Θεόφιλο ήταν και οι αδελφοί του, Νικόλαος και Κυπριανός, που ανήκαν σε μια από τις πρώτες αστικές οικογένειες του νησιού με έντονη παρουσία στο κοινωνικοπολιτικό, πολιτιστικό και οικονομικό γίγνεσθαι. Συγκεκριμένα, ο Νικόλαος Θησέας ως ευπατρίδης διανοούμενος της εποχής συνδύαζε το λόγιον ύφος με την πυγμή. Στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης συντόνιζε από τη Μασσαλία τη μετάβαση των Γάλλων φιλελλήνων στην Ελλάδα. Αργότερα, κατέβηκε και ο ίδιος στον Μοριά όπου ανέλαβε υπασπιστής του Υψηλάντη. Χαρακτηριστικές είναι οι σχετικές Βεβαιώσεις (Πιστοποιητικά) που φέρουν τις υπογραφές του Νικήτα Σταματελόπουλου (Νικηταρά), του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και αναφέρουν, μεταξύ άλλων[1,2]:
«Ο κύριος Νικόλαος Θησεύς εχρησίμευσεν εις την Πατρίδα ου μόνον στρατιωτικώς, αλλά και δια της καλής του διαγωγής απεμάκρυνεν ουκ ολίγας διχονοίας μεταξύ των ημετέρων και τινας έξωθεν παρασπειρωμένας ραδιουργίας, πλην των όσων άλλων συνείργησεν εις ευσεβή και φιλάνθρωπα έργα…»,
«Ένας εκ των προθύμων και ειλικρινών συναγωνιστών κατά τον υπέρ Ανεξαρτησίας αγώνα διετέλεσεν ομολογουμένως ο κύριος Νικόλαος Θησεύς, ευπατρίδης της νήσου Κύπρου, και φέρων υπόληψιν γενικήν δια τον έντιμον χαρακτήρα και την καλήν άλλοτε οικονομικήν κατάστασίν του…».
Αξίζει να μνημονεύσουμε και μια ομάδα Κυπρίων, με πιο γνωστό τον Αγγελή τον Κύπριο, οι οποίοι αγωνίστηκαν με τον Υψηλάντη στον Ιερό Λόχο και στη μάχη στο Δραγατσάνι, ενώ ο αδελφός του Αγγελή, ο Ζήνων, έπεσε στη Μονή του Σέκου μαζί με τον Γιωργάκη Ολύμπιο.
Με συγκινεί, όμως, και η περίπτωση του καπετάνιου Ιωάννη του Κύπριου, ο οποίος κυβέρνησε τα πλοιάρια Ποσειδών και Αθηνά, και συμμετείχε και στις δύο πολιορκίες του Μεσολογγίου. Ο μόνος από τους Κύπριους που άφησαν απομνημονεύματα ήταν ο Ιωάννης Σταυριανός από τη Λόφου, ο οποίος εξόπλισε και άλλους και κατέβηκαν το 1822 στην επαναστατημένη Ελλάδα, όπου πήρε μέρος στις μάχες των Αθηνών και την πολιορκία της Ακρόπολης το 1826-27, και αναφέρει ότι υπήρξε αυτόπτης µάρτυρας της δολοφονίας, από ελληνικό βόλι, του Kαραϊσκάκη, στη µάχη του Aνάλατου.
Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε και τη δράση κυπρίων ιεραρχών στην Ελλάδα. Αναφερόμαστε στους Εθνοµάρτυρες Nικοµηδείας (1791-1821) Aθανάσιο Kαρύδη και Δηµητσάνης (1795-1821) Φιλόθεο. Ο Καρύδης οδηγήθηκε στο μαρτύριο μαζί με τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ στις 10 Απριλίου του 1821, ενώ ο Φιλόθεος φυλακίστηκε από τους Τούρκους στην Τριπολιτσά και απεβίωσε από τις κακουχίες, λίγο πριν από την απελευθέρωση της πόλης.
Θα ήθελα να αναφέρω ότι ο Θεόδωρος Kολοκοτρώνης εξαίρει την αγωνιστικότητα και την τόλµη του Xρίστου Mιχάηλου, ο οποίος «εστάθη υπό την οδηγία µου εις την πολιορκίαν της Tριπολιτζάς. Eπολέµησεν τόσον αυτός, καθώς και οι σύντροφοί του, µε ανδρείαν εις τας µάχας του Bαλτετζίου». O Kωνσταντίνος Kανάρης αναφέρεται στους συναγωνιστές του, πατέρα και γιο, Kωνσταντίνο Kυπριώτη και Γεώργιο Κυπριώτη, οι οποίοι υπηρέτησαν στο πυρπολικό του και σκοτώθηκαν πολεµώντας, ο µεν πρώτος στο πλοίο του Ανδρέα Γιαννίτση, ο δε δεύτερος στο δικό του.
Σύμφωνα με τις ενδείξεις, στους Ελληνοκυπρίους που συμμετείχαν στην Ιώνιο Φάλαγγα του Σμυρνιού Ιωάννη Καρόγλου, ανήκει το λάβαρο που βρίσκεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Πρόκειται για λευκή τετράγωνη σημαία με γαλάζιο Σταυρό όπου στο άνω αριστερό τμήμα φέρει την (άψογα!) ανορθόγραφη επιγραφή: «ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝHΚI ΠΑΤΡHΣ ΚHΠΡΟY».
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης αναφέρει (Απομνημονεύματα, Βιβλίο Α, Κεφάλαιο 8) για τον ηρωικό θάνατο επώνυμου Κύπριου εθελοντή, στους Μύλους[3]:
«…εκεί που ριχτήκαμεν στο γιουρούσι, μου πληγώθηκε βαρέως και ύστερα απέθανε ο καλός και γενναίος πατριώτης Μιχάλης Κυπραίος, απούστειλα και πήγεν εις την αγγλικήν φρεγάτα όταν κιντυνεύαμεν εις το Νιόκαστρο…».
Επίσης, ο Μακεδόνας αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης που είχε λάβει μέρος στην έξοδο του Μεσολογγίου στα περίφημα «Στρατιωτικά Απομνημονεύματά» του, βεβαιώνει ότι μαζί του στο Μεσολόγγι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας πολεμούσε ο «εφτάψυχος» Κύπριος αγωνιστής Νικόλαος Χατζησάββας, ο οποίος[3]:
«εφτά πληγές είχεν λάβει και μου έλεγεν ακόμη ο δύστυχος ότι θα βαστάξει».
Παράλληλα, τη δράση των Κυπρίων αγωνιστών βεβαιώνουν τα Πιστοποιητικά που εξέδωσαν μετά τη λήξη του αγώνα ξακουστοί οπλαρχηγοί της Επανάστασης, όπως ο Πετρόμπεης, ο Νικηταράς, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης και άλλοι.
Αναντίρρητα, οι Κύπριοι αυτοί αγωνιστές, στην πλειονότητά τους ήταν αναλφάβητοι, η κάθοδος τους δε στην Ελλάδα πραγµατοποιήθηκε σταδιακά, καθόλη τη διάρκεια του Αγώνα, και ότι αρκετοί από αυτούς, µετά την απελευθέρωση, εγκαταστάθηκαν στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, όπου δηµιούργησαν οικογένειες και έζησαν µε πολλές στερήσεις, ενώ όσοι γύρισαν στην Κύπρο, επανήλθαν στις ταπεινές ενασχολήσεις τους και στο καθεστώς του ραγιά. Τα ονόματά τους λησμονήθηκαν και η ανάμνηση της πατριωτικής τους δράσης μαρτυρείται μόνο από τα κειμήλια που διαφυλάχθηκαν από μέλη των οικογενειών τους.
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι ο αριθμός τους μπορεί να φτάνει τους 400 ή και χίλιους. O αριθµός αυτός αιτιολογείται από τη συχνότατη έλευση στις κυπριακές ακτές για ανεφοδιασµό ελληνικών πολεµικών, µέσω των οποίων αναχωρούσαν εύκολα οι εθελοντές για τις επαναστατηµένες περιοχές. Αν, μάλιστα, σκεφτούμε ότι ο αριθμός των κατοίκων του νησιού μας ήταν 40 με 60 χιλιάδες, ο αριθμός αυτός είναι εξαιρετικά μεγάλος και αποδεικνύει τη συμμετοχή των προγόνων μας «στο ιστορικό προσκλητήριο της Εθνικής Παλιγγενεσίας».
Οι Φιλικοί, όπως ήταν φυσικό, ήρθαν και στην Κύπρο και είχαν επαφές με τη θρησκευτική ηγεσία και άλλους επώνυμους παράγοντες των ραγιάδων. Πρόθυμους βρήκε ο Μετσοβίτης ,φιλικός Δημήτριος Ίπατρος, τόσο τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό όσο και τους προκρίτους του νησιού να συνδράμουν την επανάσταση σε χρήμα και σε είδη.
Στη συνέχεια, επισκέφθηκε (1820) τη Μεγαλόνησο ο Γορτύνιος Φιλικός, Αντώνιος Πελοπίδας, κομίζοντας επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό.
Το στίγμα, όμως, της δικής μας θέσης το δίνει και πάλι ο Εθνικός μας Ποιητής, ο Λευκονοικιάτης Βασίλης Μιχαηλίδης, μέσα από την 9η Ιουλίου 1821 και την απάντηση του Κυπριανού στον Μουσελίμ Αγά.
Η θυσία του Εθνομάρτυρα Κυπριανού στις 9 Ιουλίου του 1821, φανερώνει «τη διαχρονικότητα της ρωμιοσύνης, τη δύναμη ψυχής ενός μικρού λαού, την επιμονή του να επιβιώσει παρά τις δύσκολες ιστορικές συγκυρίες». γιατί
Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου, κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ιξηλείψη, κανένας, γιατί σιέπει την που τ’ άψη ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντες ο κόσμος λείψη!…
Όντες, είναι το σωστό, όπως αποκάλυψε ο νεαρός ερευνητής του έργου του Βασίλη Μιχαηλίδη, Δρ Κυριάκος Ιωάννου, δημότης Στροβόλου, σύμφωνα με χειρόγραφο που ανακάλυψε ο ίδιος και το έλεγξε ο ίδιος ο Μιχαηλίδης.
Με το φως του ίδιου ήλιου της ρωμιοσύνης θέλησε και η Κύπρος να ξεδιαλύνει τα σκοτάδια της δικής της σκλαβιάς. Έτσι, την 1η Απριλίου 1955, η φλόγα της λευτεριάς πυρπόλησε τις ψυχές των Κυπρίων. Με πολιτικό αρχηγό, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και στρατιωτικό, τον Γεώργιο Γρίβα Διγενή, τα περήφανα νιάτα της Κύπρου μας μεταμορφώθηκαν από τη μια μέρα στην άλλη, και με φτερούγες στους ώμους τους ευαγγελίστηκαν τη λευτεριά μας.
Την 1η Απριλίου 1955 η ΕΟΚΑ ξεκινά τον δίκαιο αγώνα για Ένωση και Λευτεριά. Οι μυροβλήτες που ευωδιάζουν την πατρίδα μας κίνησαν για ν’ ανταμώσουν το αίμα τους. Κίνησαν για να ανταμώσουν την αθανασία. Ένα φως τούς παρέσυρε τόσο γλυκά, με μια ακατάβλητη έλξη, σ’ αυτό το ταξίδι τους που γυρισμό δεν έχει. Μπροστά τους μόνο η λευτεριά του νησιού μας.
Μέσα τους κυλούσε αίμα ελληνικό. Μετάλαβαν το παλιό κρασί του ’21, σύμφωνα με την προτροπή του Κωστή Παλαμά, πήραν αντίδωρο χωριάτικο ψωμί και ρίξαν θεμέλιο τα κορμιά τους για να στεριώσει το γεφύρι της Λευτεριάς.
Αναντίρρητα, ήταν οι σκληροί καιροί. Οι Έλληνες της Κύπρου, παρόλον ότι οι Άγγλοι μάζευαν σύνεργα για να αλλάξουν τις ψυχές τους, κοιμόντουσαν κι έβλεπαν όνειρο τη λευτεριά τους και την ένωση με τη Μάνα Ελλάδα! Είναι τότε που γέμισαν οι τοίχοι με το δίστιχο:
«Την Ελλάδα θέλομεν
κι ας τρώγωμεν πέτρες»
Πόσο όμορφα το τραγούδησε ο ποιητής μας Δημήτρης Λιπέρτης:
«Δώστε μας πκιον στην Μάναν μας
τζ’ αν ένι τζιαι γραμμένον
Να τρώμεν το ψουμίν ξερόν
ας εν τζιαι κριθθαρένον». (2)
(Τίτλος του ποιήματος: «Για την Πεντηκονταετηρίδαν»).
Κι έτσι, δεν άργησε να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι. Ένας νέος αέρας άρχισε να φυσά και να ξεσηκώνει τις καρδιές των ανθρώπων. Μπροστάρηδες οι νέοι «που ζώστηκαν την πανοπλία του ενθουσιασμού τους» (3) («Πορτοκαλόκηπος, Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη)
και ενσάρκωσαν τη χάλκινη εποχή της επανάστασης.
Ελληνίδες, Έλληνες,
Η γενιά του ΄55 ανταποκρίθηκε πρόθυμα στο βαρύ κάλεσμα της Ελληνικής ιστορίας. Άκουσε, όπως ο Ελύτης, μέσα της τη φωνή του Θεού να της φανερώνει τον δρόμο της δικής της ευθύνης και να την προστάζει.:
« Εντολή μου, είπε, αυτός ο κόσμος
και γραμμένος μες τα σπλάχνα σου είναι.
Διάβασε και προσπάθησε και πολέμησε είπε.
Ο καθείς και τα όπλα του είπε…
Κι ο καθένας ήξερε τα δικά του όπλα. Και τα χρησιμοποίησε επάξια.
Ανάμεσά τους και οι εννέα απαγχονισθέντες οι οποίοι κατά σειρά είναι οι εξής: Μιχαήλ Καραολής, Ανδρέας Δημητρίου, Ανδρέας Ζάκος, Ιάκωβος Πατάτσος, Χαρίλαος Μιχαήλ, Μιχαήλ Κουτσόφτας, Ανδρέας Παναγίδης, Στέλιος Μαυρομμάτης, και τελευταίος, ο βάρδος της λευτεριάς, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης!
Αυτοί οι λεβεντονιοί του νησιού μας κίνησαν για ν’ ανταμώσουν την αθανασία. Ένα φως τους παρέσυρε τόσο γλυκά, με μιαν ακατάβλητη έλξη σ’ αυτό το ταξίδι τους που γυρισμό δεν έχει. Μπροστά τους μόνο η αγχόνη και το ολόδροσο δέντρο της λευτεριάς που άνθιζε και θέριευε. Γι’ αυτούς είχε αξία ο θάνατος. γιατί πέθαιναν για την Ελλάδα. Κι ο δυνάστης το’ ξερε καλά, γι’ αυτό έστησε τις αγχόνες, νομίζοντας πως θ’ αλυσοδέσει τον ήλιο, πως θα κλείσει το στόμα τους που τραγουδούσε για λευτεριά κι Ελλάδα!
Είναι αλήθεια ότι μια χούφτα σκολιαρόπαιδα τα’ βαλαν με μια κραταιή αυτοκρατορία, γιατί αυτά τα παιδιά που τα’ λεγαν αλήτες οι εχθροί, που τα’ λεγαν τραμπούκους οι δειλοί, άκουσαν τη φωνή των προγόνων τους να τους καλεί να λευτερώσουν τούτη τη γη. Και τούτα τα παιδιά με «το σταυρουδάκι του ήλιου κάτω από το ανοικτό πουκάμισο», δίδαξαν στους τρανούς της γης διαφεντευτές τι πα να πει παλληκαριά, μεγαλοσύνη, αυταπάρνηση, θυσία , ήθος, μεγαλοψυχία.
Έδωσαν ακόμα ένα ρεσιτάλ ελληνικής λεβεντιάς
Μα κι οι γονείς και τ’ αδέλφια ηρώων δεν υστέρησαν σε μεγαλοσύνη:
Ο ήρωας Σάββας Ροτσίδης έπεσε στα Αγρίδια. Ο πατέρας του όταν πήγε στο νοσοκομείο της Κυπερούντας να τον αναγνωρίσει, είπε στους Άγγλους ότι θα πάει πίσω στο χωριό για να πάρει ρούχα γαμπριάτικα να τον ντύσει. Πήγε, έφερε γαμπριάτικο κουστούμι, τον έντυσε και τον οδήγησε στο σπίτι του γαμπρό. Στάθηκε δίπλα του και μαζί με τη γυναίκα του δέχονταν συγχαρητήρια από τον κόσμο, μοιράζοντας και λουκούμια του γάμου.
Μα κι οι γυναίκες της Κύπρου δεν έμειναν πίσω σε κείνο τον τιτάνιο αγώνα του λαού μας. Οι γυναίκες του 1955, με τη λεβεντιά και την περηφάνεια τους, τη γλυκύτητα και την αρχοντιά τους, με βαθιά πίστη στον Θεό, τίμησαν την Ελληνική καταγωγή τους. Ο αγώνας του 1955 καταξίωσε τη γυναίκα , γιατί για πρώτη φορά βγήκε από το σπίτι και αγωνίστηκε ισότιμα, πλάι στον άνδρα, αφού μέθυσε με τ’ όραμα της λευτεριάς και της Ελλάδας.
Να θυμηθούμε την αδάκρυτη μάνα του Μάτση που φώναζε να κλείσουν τις πόρτες, για να μην ακούσει κανένας ότι έκλαιγαν και προπαντός ο κατακτητής, που μπροστά του δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ.
Η μάνα των αδελφών Κάρυου από το Αυγόρου που έχασε δυο γιους σε σαράντα μέρες, τραγούδησε:
«Κάθε σαράντα τζι έναν γιο στέλλω εις τη θυσία
τζι’ ελπίζω ότι σύντομα εν να’ ρτει η ελευθερία!»
Να θυμηθούμε τη γυναίκα του Χρίστου Τσιάρτα από τον Πολύστυπο, που’ βαλε μαντήλι στο στόμα, για να μη φωνάξει, όταν έφεραν τον σκοτωμένο άντρα της στο χωριό και την κάλεσαν να την αναγνωρίσει. Λέει η ίδια:
«Δε φοβήθηκα. Γύρω ήταν πολύς στρατός. Ανέβηκα πάνω και είδα ότι ήταν ο άντρας μου. Συγκράτησα τον εαυτό μου. Δεν ήθελα μπροστά στα μάτια των Εγγλέζων να φανώ αδύνατη. Κατέβηκα. Δεν είπα τίποτα».
Κι η μάνα του Υπαρχηγού της ΕΟΚΑ, του Ζήδρου, του Γρηγόρη Αυξεντίου, η Αντωνού, βροντοφώναξε μέσα στον πόνο της:
«Κάλλιο μια χούφτα τιμημένη στάχτη, παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου!»
Απόψε τιμούμε τους σκαπανείς της λευτεριάς μας. Τους ήρωες της Εθνεγερσίας του 1821 και της Επανάστασης του 1955. Αυτούς που μέθυσαν με τα’ όραμα της λευτεριάς και της Ελλάδας. Γιατί η Ελλάδα, κατά τον ποιητή μας Κώστα Μόντη είναι:
«τελευταίος θάμνος στον γκρεμμό
να τον αρπάζει η λευτεριά και να κρατιέται».
Ελληνίδες, Έλληνες,
Πρέπει να τιμούμε τους ήρωές μας, γιατί, όπως μας παραγγέλλει ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιο του Περικλέους:
«Ανδρών έργω γενομένων αγαθών, έργω και δηλούσθαι τας τιμάς».
Έτσι, σε καιρούς χαλεπούς, σε καιρούς που οι αξίες λοιδορούνται, εμείς δίνουμε εθνικά μηνύματα στη νέα γενιά που πρέπει να παραλάβει τη σκυτάλη των αξιών και των ιδανικών της πατρίδας μας και της θρησκείας μας.
Κι αν το αίμα των ηρώων μας το μόλυναν οι πλεκτάνες και η ύπουλη διπλωματία, αν η Τουρκία εισέβαλε στο νησί μας και μας έκανε πρόσφυγες, εμείς, έχοντας Μνήμες Αγώνα, θα επιμένουμε στην επανένωση του νησιού μας. Το καράβι μας, η Σαλαμινία, θα γυρίσει στο λιμάνι της Αμμοχώστου και το πλοίο της Κερύνειας στην πόλη του, με τα ιστία ανοικτά και τους ναύτες στα κουπιά γεροδεμένους. Ο Θεός θα μας βοηθήσει, γιατί θα μιλήσει τελευταίος. Τώρα μιλούν οι δυνατοί της γης. Κι εμείς πιστεύουμε στον Θεό!
Ως τότε, φυλακτό και πυξίδα μας θα έχουμε τις μνήμες της εθνεγερσίας του 1821 και της εποποιίας του αγώνα του 1955, που εμπνέουν αρετή και γενναιότητα στο ήθος μας, ψυχική λεβεντιά, για να σταθούμε στους μεγάλους δρόμους της Ιστορίας μας!
Χρόνια πολλά, Ελληνίδες και Έλληνες της Κύπρου, και σύντομη επιστροφή στη γη των προγόνων μας!
.