Τεθνεώτες-Επικήδειοι

Επικήδειος στον Γεώργιο Πίττα, από το Λευκόνοικο
Τρίτη, 11 Ιουνίου 2019
Ιερός Ναός Αρχαγγέλου Μιχαήλ Αυτοστέγασης Λατσιών
Ώρα: 4 μ.μ.

Της κ. Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη, Δημάρχου Λευκονοίκου


Μαζευτήκαμε σήμερα, σεβαστόν ιερατείον, αγαπημένοι μου συνδημότες και αγαπημένες μου συνδημότισσες, φίλοι και φίλες, για να αποχαιρετήσουμε έναν άλλο συνδημότη μας που φεύγει για την άλλη ζωή, μακριά από το Λευκόνοικό μας. Λιγοστεύουμε όσοι ζήσαμε στα άγια χώματά μας. Όσοι είδαμε τον ήλιο να δύει πίσω από το περήφανο βουνό μας, στα μέρη της Κερύνειας. Όσοι νιώσαμε το αεράκι από το Μερσινίκι να μάς δροσίζει το μέτωπο μετά την κάψα του μεσαρίτικου ήλιου. Πόσα να θυμηθούμε και να μην πονέσει η καρδιά μας!
Αποχαιρετούμε σήμερα τον Γεώργιο Πίττα του Σάββα Γερολέμου και της Φωτούς, που γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου του 1944. Η μητέρα του η Φωτού ήταν αδελφή της μητέρας του δασκάλου μας Κυριάκου Κυπριανού, ενώ ο πατέρας του ο Σάββας ήταν αδελφός του Φάνη του βοσκού, πατέρα του Τάκη του Φάνη. Σαν πέθανε η μητέρα του δασκάλου μας Κυριάκου Κυπριανού στη γέννα της μαζί με τα δίδυμα που κυοφορούσε, ανέλαβε να φροντίζει τα δυο παιδάκια της, τον Κυριάκο και τη Δώρα, η αδελφή της η Φωτού, η οποία φαίνεται δεν άντεξε τον χαμό της αδελφής της και ήταν σε τέτοια κατάσταση που κάποια στιγμή δεν μπορούσε ούτε τα δικά της παιδάκια να φροντίσει. Έτσι, βρέθηκε ένα καλό ζευγάρι που δεν είχαν δικά τους παιδιά, από την Τσάδα της Πάφου, που ζούσαν στο Βαρώσι, ο Προκόπης και η Σοφία, και πήραν τα παιδιά κοντά τους, τον Κόκο και τη Νίτσα, και τα μεγάλωσαν πολύ καλά. Ο Κόκος πήγαινε τότε στη Δευτέρα Δημοτικού. Αυτοί οι άνθρωποι άνοιξαν μια μεγάλη αγκαλιά για τα δυο παιδάκια και τους έδωσαν όση αγάπη είχαν συσσωρευμένη μέσα τους. 
Στο Βαρώσι έμαθε τη δουλειά του υδραυλικού και δούλευε στο λιμάνι, όπου ηλεκτροκολλούσαν λαμαρίνες στα πλοία. Το 1966, σε ηλικία 22 χρόνων, ο ξάδελφός του ο Κυριάκος, του προξένεψε τη Μάρθα Ταύρου που την έβλεπε στον δρόμο του Δημοτικού Σχολείου. Έτσι, παντρεύτηκαν το 1967 και έκτισαν το σπίτι τους στον δρόμο του Κτηνοτροφείου, στα δυτικά της κωμόπολής μας. Έκτισαν μαζί με την αδελφή της, την Ηλιού, διπλοκατοικία. Ο Κόκος πηγαινοερχόταν στο Βαρώσι. Ήταν ένα πολύ ταιριαστό και ευτυχισμένο ζευγάρι που την ευτυχία τους συμπλήρωσε ο ερχομός των τριών αγοριών τους: του Σάββα, του Χρίστου και του Προκόπη. Ο Σάββας πήρε το όνομά του από τον παππού του αλλά και από τον αδελφό της γιαγιάς του, τον ήρωα Σάββα Ζάνο, που τον σκότωσαν άνανδρα οι Εγγλέζοι τον καιρό του Αγώνα της ΕΟΚΑ.
Σαν μας βρήκε το μεγάλο κακό, μαζί με τη γυναίκα του Μάρθα και τα τρία παιδιά τους προσπάθησαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους κάτω από τις πολύ αντίξοες συνθήκες που βιώσαμε οι πιο πολλοί ξεριζωμένοι. Δούλεψε για πολλά χρόνια ως ψωμάς στον φούρνο του Χατζηγιάννη, ύστερα στα τούβλα του Παφίτη και στα κτίσματα. Αγώνας για επιβίωση. Χάλκινα χρόνια. Χρόνια σκληρής δουλειάς, ευτελισμού και εκμετάλλευσης. Έγιναν οι νοικοκυραίοι της Μεσαορίας φτηνό εργατικό δυναμικό. Έπρεπε, όμως, να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους στην Αυτοστέγαση των Λατσιών.
Ο Κόκος ήταν ένας καλότατος άνθρωπος, πολύ εργατικός, ήσυχος, που νοιαζόταν και αγαπούσε τη γυναίκα, τα παιδιά και τα εγγόνια του, με ήθος και πραότητα, ο οποίος μετά τα 70 χρόνια του υπέφερε πολύ με την υγεία του. Τώρα ησύχασε και πάει να βρει τους δικούς του στον ουρανό. 
Αγαπημένοι μου Μάρθα, Σάββα, Χρίστο και Προκόπη, σε σας, στις γυναίκες και τα έξη παιδιά σας εύχομαι την εξ ύψους παρηγορίαν. Να ζείτε να τον θυμάστε και να τον μακαρίζετε.
Καλό ταξίδι, αγαπημένε μας Κόκο. 
Καλό Παράδεισο.
Αιωνία η μνήμη σου.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει.


  • Κοινοποιήστε: