Άρθρα, Γλώσσα-Ποίηση-Λογοτεχνία

Δεν σε ξεχνάμε… δεν σε ξεχνάμε… όσα χρόνια και να περάσουν…

“ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ”
διήγημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

Το ζαχαροπλαστείο «Κυψέλη», είναι στη διασταύρωση Δημοκρατίας και Ευαγόρου. Ό,τι και να έχει απομείνει, είναι εκεί. Ο άνεμος θα μπαίνει από τις πόρτες και τα παρά­θυρα, που δεν θα έχουν ούτε θυρόφυλλα ούτε παραθυρόφυλλα, και θα στοιβάζει άμμο και σκόνη επάνω σε σπασμένα μπουκάλια και τζά­μια και σε κάποιο σαπισμένο ίσως και με σπα­σμένα πόδια τραπεζάκι, σε κάποια γωνιά.

Εμείς, οι μικροί μαθητές τού γυμνασίου, το προτιμούσαμε γιατί είχε τζουκ μποξ με όλα τα μοντέρνα τραγούδια τής εποχής και βρίσκαμε ξεκούραση μετά από τις αμέτρητες βόλτες μας μέχρι τη θάλασσα. Το «Ρόδον» ήταν στενά­χωρο, μας έπεφτε και λίγο αριστοκρατικό, γι’ αυτό το αποφεύγαμε, και η καφετέρια «Μποκάτσιο» δεν υπήρχε τότε. Κάθε Σάββατο απόγευμα και Κυριακή μέχρι αργά όλος ο πληθυ­σμός τής πόλης στριμωχνόταν σε έναν και μοναδικό δρόμο, την οδό Δημοκρατίας, που καθώς περνούσε η ώρα εξελισσόταν σ’ ένα πραγματικό πανηγύρι. Άλλοι έκαναν τις βόλτες τους, άλλοι άκουγαν από μικρά ραδιόφωνα καμιά σπουδαία ποδοσφαιρική συνάντηση κι άλλοι κάθονταν στα ζαχαροπλαστεία και στα άλλα κέντρα. Οι πιο μεγάλες τάξεις αργότερα αποσύρονταν προς την παραλία που ήταν πιο ρομαντικά ή μάλλον πιο σκοτεινά, για να συναντήσουν τα κορίτσια τους.

Μετά τις οκτώ ξεκινούσαν τα σινεμά και οι οικογενειακές ταβέρνες. Εμείς πηγαίναμε, για ευνόητους λόγους, στην απογευματινή παρά­σταση της Κυριακής, που παίζονταν δύο έργα, το ένα κωμωδία ή ελληνικό και το άλλο ιστορικό ή περιπέτεια. Πιο αργά, βέβαια, κάποιοι ξενυχτούσαν στα οικογενειακά καμπαρέ!
Στην «Κυψέλη» έμαθα να χορεύω τουίστ∙ ήταν αναγκαίο, γιατί η Φέφη, με είχε προσκαλέσει στο πάρτι των γενεθλίων της. Ήταν ένα όμορφο κορίτσι με ξανθά μαλλιά που τα άφηνε να πέφτουν μπροστά στο μέτωπό της και να της κρύβουν το πρόσωπο. Τη θυμάμαι ακόμα, να με περιμένει στη γωνία, να τρέχει κο­ντά μου, να μπερδεύει τα λόγια της και μέχρι να τελειώσει τον προσκλητήριο λόγο της, να γίνε­ται κατακόκκινη. Κι εγώ δεν πήγαινα πίσω, δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη και η μόνη απά­ντηση που έδωσα τελικά ήταν ένα «ναι» με το κεφάλι.
Ήμουν πάρα πολύ χαρούμενος, γιατί ήταν το πρώτο πάρτι που θα πήγαινα, αλλά συνάμα και πολύ αγχωμένος. Ο φίλος μου ο Γλαύκος που έβλεπε σε τι κατάσταση βρισκόμουν, επειδή ακριβώς ήταν το πρώτο μου πάρτι και δεν ήξερα να χορεύω, έδωσε τη λύση. Κάθε από­γευμα πηγαίναμε στην «Κυψέλη» και βάζαμε τους δίσκους με τα τουίστ, και μάλιστα φρό­ντισε να διαδώσει στους μικρούς, τους κωδικούς αριθμούς κάποιων σπουδαίων τραγουδιών και τους παρότρυνε να τα διαλέγουν στο τζουκ μποξ. Έτσι, καταφέραμε να μου δείξει κάμποσες φιγούρες τού τουίστ.

Το Σάββατο, νωρίς το απόγευμα, είχα αρχί­σει τις προετοιμασίες και στην ώρα μου ήμουν στο σπίτι της. Το σπίτι γέμισε δωδεκάχρονους και δεκατριάχρονους που έτρεχαν εδώ κι εκεί. Έπαιζε μουσική στο πικάπ και η μαμά της πηγαι­νοερχόταν χαρούμενη για να βοηθήσει, αν χρειαζόταν∙ και χρειάστηκε: κάποιος είπε ότι έπρεπε να σβήσει κανένα φως, και η Φέφη το μετέφερε στη μαμά. Ευτυχώς, εκείνη δεν αρνή­θηκε. Με πιο χαμηλό φωτισμό χόρευαν κι αυτοί που δεν ήξεραν. Ήταν η στιγμή να δείξω κι εγώ την κοινωνικότητά μου και, παίρνοντας ύφος πολύξερου, είπα στη Φέφη: «μήπως έχεις το walking back to happiness;».

Δεν απάντησε. Έδειξε με το δάχτυλο «ένα λεπτό» και, πράγματι, σε ένα λεπτό ήταν πίσω. «Το βρήκα», είπε χαρούμενη, «έλα να χορέ­ψουμε» και με τράβηξε από το χέρι, ενώ άρχισε να ακούγεται δυνατά η μουσική από το δίσκο στο πικάπ. Εκείνο το βράδυ χόρεψα όλους τους δίσκους. Ήμουν ευτυχισμένος.

Τώρα, μισόν αιώνα σχεδόν μετά, κάθε φορά που τυχαίνει ν’ ακούσω αυτό το τραγούδι, βουρκώνουν τα μάτια μου, όχι γιατί με μεταφέ­ρει σε μια αθώα κι ανέμελη εποχή που ο καθέ­νας από μας θα ήθελε να ξαναζήσει, αλλά γιατί ο πολυαγαπημένος τόπος που ζήσαμε αυτά τα ανεπανάληπτα χρόνια, δεν υπάρχει πια όπως τον γνωρίζαμε. Είναι ένας τόπος εγκλωβισμένος ασφυκτικά μέσα σε ανατριχια­στικά αγκαθωτά συρματοπλέγματα και γύρω γύρω στρατιώτες με οπλοπολυβόλα έτοιμα να γαζώσουν με ριπές, όποιον τολμήσει να περά­σει μέσα στην πόλη.

Μια πόλη καταδικάστηκε σε αργό θάνατο και για μια ακόμα φορά η βοήθεια που περιμέ­νει δεν έρχεται. Και δεν είναι μόνο τα σπίτια, τα σχολεία, οι εκκλησίες που αργοπεθαίνουν. Τον ίδιο αργό θάνατο βιώνουν και όλοι όσοι έτυχε να ζήσουν και να αγαπήσουν αυτή τη μα­γική πόλη, προδομένοι και διωγμένοι βίαια μα­κριά της, προσπαθώντας να κρατηθούν όρθιοι, φυλάγοντας την πόλη όλη ζωντανή μέσα στην καρδιά τους.

[Από το βιβλίο μου “ΦΥΣΟΡΡόΟΣ”, εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα 2019. Στη φωτογραφία η οδός Δημοκρατίας]

Πηγή: Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ


  • Κοινοποιήστε: