Τεθνεώτες-Επικήδειοι

 

Κυριακή, 16 Δεκεμβρίου, Ώρα 2 μ.μ.
Ιερός Ναός Αγίου Ελευθερίου, Συν. Λατσιών

Της κ. Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη, Δημάρχου Λευκονοίκου

 

Έφυγες, μανούλα μου. Πέταξε η ψυχούλα σου στην αιωνιότητα. Ακόμα για μας είναι σαν ένα ψέμα. Πόσο άπληστοι είμαστε. Δεν σε χορτάσαμε. 96 χρόνια έζησες. Ευλογημένη από τον καλό Θεούλη μας ο οποίος υπήρξε πολύ επιεικής μαζί σου στο τέλος. Άκουσε τις προσευχές μας. Σε πήρε στον ύπνο σου. Στο σπίτι μας. Μαζί μας. Δεν κατάλαβες τίποτα. Καμία σύσπαση στο πρόσωπό σου.
Τον τελευταίο καιρό, δυο φορές θυμήθηκες την ξαδέλφη σου τη Μαριτσού του Συκαλλή, την αδελφή της Βαλλούς, που ήταν παντρεμένη στη Γύψου, και μοιάζατε πολύ. Τη φώναξες πριν από τρεις βδομάδες, πριν πάθεις το πρώτο εγκεφαλικό, που νομίσαμε ότι σε χάσαμε. Ήταν Τετάρτη απόγευμα. Ψεύδιζες. Το πρωί της επομένης, πιστέψαμε ότι σε χάνουμε. Ήμασταν όλοι στο πλάι σου. Μόλις, όμως, ο ιερέας μας άρχισε να σου διαβάζει το Άγιο Ευχέλαιο, άνοιξες τα μάτια σου και άρχισες να προσεύχεσαι. Σιγά-σιγά, μέρα με τη μέρα, ανακτούσες τις αισθήσεις σου και ήσουν σαν πριν. Μόνο που δεν μπορούσες να καταπιείς.
Την Τετάρτη, το μεσημέρι, πριν φύγεις, πάλι φώναξες τη Μαριτσού. Τίποτα, όμως, δεν πρόδιδε το τέλος. Ήταν οι τελευταίες αναλαμπές πριν από το τέλος.
Πώς να εκφράσεις την ευγνωμοσύνη σου στο πιο αγαπημένο σου πρόσωπο; Τα λόγια είναι φτωχά, πολύ φτωχά. Όσο ζούσε ο παπάς μας, και οι δυο μας, και ο αδελφός μου Γιαννάκης και εγώ, θαυμάζαμε και είχαμε λατρεία στον παπά μας τον Άντωνα που δεν μας χαλούσε χατίρι, που ήταν τόσο καλός, τόσο γλυκός, τόσο δυναμικός. Όταν, όμως, τον χάσαμε, εφτά μήνες μετά την προσφυγιά, γιατί δεν άντεξε τον ευτελισμό του πρόσφυγα, τότε φάνηκε ότι η δυνατή ήταν η μάμα μας. Στάθηκε βράχος δίπλα μας. Άντεξε το βαρύ φορτίο και μαζί ορθοπλωρήσαμε το καράβι μας που συνέχισε το ταξίδι του. Με πολλές δυσκολίες, για τις οποίες δεν ήμασταν καθόλου προετοιμασμένοι, αφού πέσαμε από τα ψηλά στα χαμηλά, όπως οι περισσότεροι ξεριζωμένοι.
Η μάμα μας η Χριστινού, όπως ήταν γνωστή στην κωμόπολή μας, ήταν κόρη του Γιαννή Καμιντζή και της Μαρής Αθανάση, και είχε δυο αδέλφια πιο μικρά, τον θείο Γιώρκο και τη θεία Αθανασία, που έφυγαν πιο μπροστά. Γεννήθηκε στις 6 Οκτωβρίου του 1922, λίγο μετά που έφτασαν οι προσφυγούλλες στο Λευκόνοικο, έλεγε η γιαγιά μου. Ο παππούς Γιαννής, ένας ευπαίδευτος γεωργός, από τους καλύτερους στο Λευκόνοικο, από μικρή τη μύησε στα μυστικά της γεωργικής τέχνης, γι’ αυτό ήξερε να σπέρνει, να βάζει λίπασμα και να περιποιείται γενικά τα χωράφια μας. Όταν ήμασταν μικρά, μας έπαιρνε μαζί της στα χωράφια που ήταν κοντά στο σπίτι μας και μαζεύαμε την αρτισιά, το κύμινο. Μεγαλώνοντας, την παίρναμε με τον παπά μας στα χωράφια, κι εμείς κάναμε μαθήματα αυτοκινήτου.
Η Χριστινού μας, όπως την έλεγαν στο Λευκόνοικο, ήταν πολύ όμορφη και πολύφερνη νύφη. Με προίκα διαλεκτή. Που την ύφανε κι εκείνη αλλά και η γιαγιά μας η Μαρή. Κι αυτήν την προίκα έκλαιγε. Τα μεταξωτά και τα καντζιελλωτά της.
Αναντίλεκτα, η μητέρα μας ήταν ένας άνθρωπος αρετής, ήθους, θρησκευτικότητας, ανθρωπιάς, αξιοπρέπειας, σπάνιας καλοσύνης, ευγένειας και ανιδιοτελούς προσφοράς στον συνάνθρωπό της. Τη θυμάμαι πάντα και στο Λευκόνοικο και στην προσφυγιά μας να προσφέρει ό,τι έχει, να βοηθά τους αδύνατους, τους έχοντες ανάγκη. Πώς να ξεχάσω, όποτε είχαμε κηδεία κάποιου φτωχού στο Λευκόνοικό μας, που μας έστελλε με το ποδήλατό μας να πάρουμε τρόφιμα. Για πολλά χρόνια μέρα παρά μέρα έπρεπε να πάρουμε φαγητό στη θεία του παπά μου, τη Μαρίκκα, αδελφή της γιαγιάς μου της Ζήνας, που δεν είχε παιδιά, κι έτσι μαζί με τη θεία μου την Παναγιώτα του Τσαγκάρη τη φροντίζαμε. Ακόμη τη θυμούνται κάποιες κοπέλες που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι στο Λευκόνοικο και έμεναν στο σπίτι της Παναγιώτας Στεφανίδου, δίπλα μας, όπως η Μαρία Πίπη από το Αργάκι, φαρμακοποιός ή η Κίκα Μούντη, οδοντίατρος από την Καλλέπεια της Πάφου, που περίμεναν κάθε βδομάδα που φούρνιζε η μάμα μου να τους δώσει το μερίδιό τους για να πάρουν στο Νοσοκομείο μας να φάνε με τον καφέ τους ελιόπιτες, χαλλουμόπιτες, τιτσιριόπιτες κ.ά.
Εξάλλου, όλη της ζωή, θυμόμαστε τη μάμα μας να κάνει πίτες, να ανοίγει ζυμάρι, να φουρνίζει, να μας κάνει κέικ, χαλουβά, σιαρλότες, όπως τη θυμόμαστε να υφαίνει τα λευκονοικιάτικα υφαντά της με τα οποία γέμισε το σπίτι μας στο Λευκόνοικο, αλλά και μας έζησαν στα δίσεκτα χρόνια της προσφυγιάς μας, όταν η μητέρα μου βρήκε αργαλειό και ύφαινε στο σπίτι μας. Μακάρι να έχει ο Θεός καλά την κ. Ιφιγένεια Παπαλοΐζου που ερχόταν κατά τακτά χρονικά διαστήματα και έπαιρνε δώρα για τους ξένους της εταιρείας του συζύγου της, κι έτσι η μητέρα μου συμπλήρωνε τη σύνταξή της.
Νοικοκυρά και χρυσοχέρα η μάμα μας. Ακούραστη, εργατική, χαλκέντερη. Με μεγάλη δύναμη ψυχής. Με αποθέματα αγάπης για όλο τον κόσμο. Με το χαμόγελο πάντα στα χείλη της. Πάντα φιλόξενη και ανοικτοχέρα, αλλά με σωστή οικονομία στο σπίτι της. Κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, έπρεπε να γεμίσει το αυτοκίνητό μας με όλα τα καλά και να γυρίσουμε τους θείους μου αλλά και τους φίλους μας στη Λευκωσία και το Βαρώσι για να τους πάρουμε τα πεσκέσια τους: ψωμιά, κουλούρια, χρισταρκές, φλαούνες, κοτόπουλα, παστά, λουκάνικα, και τόσα άλλα. Μα και στην προσφυγιά μας όλοι οι γείτονες, οι φίλοι και οι συνάδελφοί μας, κι εμένα και της νύφης μου της Κατερίνας γεύτηκαν την τσιπόπιτά της, τα διπλοπουρέκια της, τα δάκτυλά της, και τόσα άλλα καλούδια που έφτιαχνε συνέχεια. Πώς να ξεχάσουμε εκείνη τη μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού, των κουλουριών, αλλά και της πίτας για τα μνημόσυνα που γέμιζε τον τόπο; Μάλιστα, μόλις ήρθαμε στα Λατσιά με βοηθό και επόπτη τη γιαγιά μας τη Μαρή έκτισε φουρνάκι στην αυλή μας, κι έτσι πάλι έβαζε το οφτόν και τον χαλουβά, και έψηνε και τις φλαούνες της, τα κουλούρια της, τα ψωμιά της.
Πρωτίστως, όμως, ήταν καλή χριστιανή και καλή σύζυγος και μητέρα. Ο παπάς μου ήταν πολύ περήφανος για τη γυναίκα του που ήταν τόσο άξια και προκομμένη. Ήταν ο άνθρωπος με τον ετεροκεντρισμό της αγάπης. Μιας αγάπης θυσιαστικής. Μια ζωή να μας υπηρετεί αγόγγυστα. Εμάς τα παιδιά της, τον γαμπρό και τη νύφη της, που πολύ αγαπούσε, και τα τρία εγγόνια της, τον Αντώνη, τον Μέμνονα και τον Ανδρέα που τους μεγάλωσε. Ήταν πολύ περήφανη για τους εγγονούς της. Και ο Αντρέας μου, κάθε πρωί πριν φύγει για το στρατό, έπρεπε να τη φιλήσει πρώτα κι ύστερα να φύγει.
Μάμμα μου, καλή μου μάμμα, μια ζωή μάς έκανες όλα τα χατίρια μας. Σε σένα οφείλω τα πάντα. Γιατί, για να ασχολούμαι με τα κοινά, σε είχα εσένα στο σπίτι και μού τα έκανες όλα. Σε ευχαριστούμε για όλα όσα μας πρόσφερες. Αγόγγυστα, εθελούσια, με χαρά. Πόσα να θυμηθούμε, λατρεμένη μας μανούλα, από σένα;
Η πιο χαρακτηριστική σκηνή από την ευτυχισμένη οικογένειά μας ήταν, όταν ήμασταν και οι τέσσερις στο αυτοκίνητο, και ο παπάς μας έλεγε αστεία και ιστορίες από τα παλιά, κι εμείς γελούσαμε με την καρδιά μας. Τώρα μείναμε ορφανοί. Γιατί εσύ αναπλήρωσες το κενό της απουσίας του παπά μας.
Φεύγεις πλήρης ημερών, ευτυχισμένη από την αγάπη όλων μας. Εμείς θα σε θυμόμαστε πάντα με αγάπη, και θα έχουμε τις συμβουλές σου και τις αξίες με τις οποίες μας γαλουχήσατε με τον παπά μας ως ιερή παρακαταθήκη.
Θα μας λείψεις πολύ. Μια ζωή ήσουν μαζί μας, στο ίδιο σπίτι. Μόνο τα χρόνια των σπουδών και λίγους μήνες μετά τον γάμο μου αποχωριστήκαμε.
Ευχαριστώ όλους όσοι βοήθησαν τη μητέρα μας, κυρίως τον τελευταίο καιρό. Νιώθω ότι παρατάθηκε η ζωή της, πέρα από τη βοήθεια του Θεού, και χάρη στη μεγάλη βοήθεια της γιατρού μας κ. Ξένιας Γεωργίου, του ξαδέλφου μου Δημήτρη Τόλλου που μας συμβούλευε από την Πάτρα, και τη μαθήτριάς μου Έλενας Σολωμού, Αιματολόγου Καθηγήτριας της Ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών η οποία με τις γνώσεις και την αγάπη της, τής έδωσε νέα πνοή.
Καλό σου ταξίδι, μανούλα μου.
Εύχομαι ο καλός Θεός μας να κατατάξει την ψυχή σου σε τόπο ευλογημένο.
Πας να συναντήσεις τον παπά μας και τους παππούδες μας, τους θείους, τις θείες και όλους τους αγαπημένους μας. Χαιρετίσματα σε όλους.
Φεύγεις, πριν αξιωθούμε να γυρίσουμε στη γη μας.
Σου υπόσχομαι ότι σαν έρθει εκείνη η ευλογημένη ώρα θα σας πάρουμε στο Λευκόνοικό μας να συναντήσεις τον πατέρα και τους παππούδες σου.
Τώρα η ψυχή σου λεύτερο πουλί πετά, είμαι σίγουρη πάνω από το σπίτι μας και τη γη μας, εκεί στον ευλογημένο τόπο μας, που αυτή την εποχή, μετά από τόσες βροχές, είναι παράδεισος σωστός.
Καλοτάξιδη να είναι η πορεία σου προς το Φως.
Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον.
Αιωνία η μνήμη σου.
Σε αγαπάμε πολύ.

Ζήνα Λυσάνδρου Παναγίδη
Δήμαρχος Λευκονοίκου

 


  • Κοινοποιήστε: