Τεθνεώτες-Επικήδειοι

Επικήδειος στην Παναγιώτα Περικλέους-Καραγιάννη από το Λευκόνοικο- Μάντρες
Τετάρτη, 2 Δεκεμβρίου 2020, Ώρα: 10 π.μ.
Ιερός Ναός Αποστόλου Λουκά
Συν. Αγίου Αθανασίου, Λεμεσός
Αν μας ζητούσαν να ζωγραφίσουμε την καλοσύνη, θα έπρεπε να ζωγραφίσουμε την Παναγιώτα μας. Το άκρον άωτον της καλοσύνης. Της αθωότητας. Της ταπεινότητας. Της μεγαλοθυμίας. Με εκείνο το πλατύ της χαμόγελο, με την ανοικτή αγκαλιά της, με την ευπροσηγορία της, την ανοιχτοκαρδία της, τη διαχυτικότητά της. Ένας άνθρωπος της αγάπης και της προσφοράς σε όλους ήταν η ξαδέλφη μου η Παναγιώτα Περικλέους-Καραγιάννη.
Μέσα στη σκέψη μου πάντα υπάρχει μια όμορφη εικόνα από ένα πανέμορφο γραφικό χωριό, τις Μάντρες, κουρνιασμένο μέσα στο βουνό μας με τα πέντε δάκτυλα. Σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία, πρόσχαρο και χαρωπό, καταπράσινο, με την Παναγιά του Τοχνιού να το φυλάει από το κακό.
Ήταν ένα Σάββατο απόγευμα. Όπως κι άλλες φορές, ο πατέρας μας θυμήθηκε να μας πάρει στις Μάντρες να επισκεφθούμε την Παναγιώτα, που ήταν κόρη της αδελφής του της Μαρίας, της ετεροθαλούς, που την υπεραγαπούσε. Ήταν ο καιρός που έφτιαχνε τα χαλλούμια της.
Μόλις έφτασε το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι της, πριν προλάβουμε να κατεβούμε, η Παναγιώτα έτρεξε έξω και μας καλωσόριζε, κουνώντας τα χέρια της από τη χαρά της. Από πίσω και τα παιδιά της που κι εκείνα χαίρονταν σαν τη μάνα τους. Πόσο μας άρεσε κάθε φορά που μας έπαιρνε στο σπίτι της Παναγιώτας και του Φοίβου, που ήταν τόσο καλός και γλυκός άνθρωπος. Μετά τα καλωσορίσματα και τα γέλια και τις χαρές όλων μας, η Παναγιώτα, αφού μας έβαλε να καθίσουμε στην αυλή, έκανε να τρέξει να φέρει κόκα-κόλα από το καφενείο του χωριού και να φέρει και τον Φοίβο. Τότε, στις Μάντρες, δεν είχε ακόμα ηλεκτρισμό.
Αμέσως, ο πατέρας μου την απέτρεψε: «Α, Παναγιωτού, κόκα-κόλα έχουμε στο ψυγείο μας. Εμείς ήρταμε για να φάμε αναρή φρέσκαν, με τον νωρόν. Άτε, βάλε μας λλίην να φάμε». Χαρές που έκανε η Παναγιώτα, επειδή εκτιμούσαμε τα έργα των χεριών της και ο θείος της ο Άντωνας την φούμιζε. Ασφαλώς, η Παναγιώτα μάς έβαζε και αναρή και χαλλούμια για το σπίτι. Αυτό, βέβαια, δεν το έκανε μόνο σε μας που ήμαστε συγγενείς, αλλά σε όλο τον κόσμο έδινε δώρο χαλλούμια, αναράδες, ψωμιά, μέλι από τις μέλισσές τους, και ποτέ δεν πήρε χρήματα.
Αχ, Παναγιωτού μου, τι χρυσοχέρα που ήσουν. Πόσο δραστήρια και εργατική. Λεπτό δεν καθόσουν. Μια ζωή δούλευες. Πρώτα στον πατέρα σου, τον Θεορή του Κώσταντου και ύστερα στον άντρα σου. Ήσασταν πολύ αγαπημένο ζευγάρι και μονιασμένο, γι’ αυτό σας ζήλεψε η μοίρα και σας χώρισε εκεί που θα χαιρόσαστε και θα καμαρώνατε τα παιδιά σας.
Η Παναγιώτα μας, η καλή μας, η αγαπημένη όλων μας, γεννήθηκε στο Λευκόνοικο στις 28 Ιανουαρίου του 1930. Γονείς της ο Θεορής και η Μαρία του Πανάου, από την πρώτη του γυναίκα που πέθανε, την Παναγιώτα του Τουμάτσια, με το νάμι. Του άφησε τρία παιδιά: τον Σωκράτη, τη Μαρία και τον Κάκο. Η Παναγιώτα μας, που πήρε το όνομα από τη γιαγιά της, ήταν η δεύτερη από εφτά αδέλφια: τον Κώστα, τον Αντρέα, τη Σοφούλα, τη Λουλλού, τον Σωκράτη, τη Χρύσω και τον Πανίκκο. Ο πατέρας της, μόλις τελείωσε το Δημοτικό, την έπαιρνε μαζί του να τον βοηθά στα χωράφια, να θερίζει.
Το 1954 παντρεύτηκε τον Φοίβο Καραγιάννη από τις Μάντρες και μετακόμισε εκεί. Οι δυο τους μαζί, αγαπημένοι, έκοβαν πλιθάρια και έκτισαν το σπίτι τους. Μαζί έφτιαξαν μια πολύ ευτυχισμένη και δεμένη οικογένεια με τέσσερα παιδιά: τον Γιαννάκη, τον Άντρο, τη Δώρα και τον Βάσο. Ο Φοίβος είχε μάντρα με αίγες στον περίγυρο της εκκλησίας της Παναγίας του Τοχνιού, έξω από τις Μάντρες, και καθημερινά πήγαινε εκεί και τον βοηθούσε. Ύστερα, ερχόταν στο σπίτι να φροντίσει τα παιδιά της, να μην τους λείψει τίποτα, να είναι όλα σε τάξη. Το βράδυ, βοηθούσε τον Φοίβο που ήταν ο ράφτης των χωριανών του.
Σαν τελείωναν τα παιδιά το Δημοτικό Σχολείο στο χωριό τους, μετακόμιζαν στο σπίτι της γιαγιάς Μαρίας στην ανατολική άκρη του Λευκονοίκου, για να πάνε στο Γυμνάσιο. Πρώτα ο Γιανάκης, μετά ο Άντρος, που ήταν η τελευταία γενιά που τελείωσε το 1974 το Γυμνάσιο Λευκονοίκου, κι ύστερα η Δώρα που πήγε μόνο ένα χρόνο στο Γυμνάσιο. Τα παιδιά της ξεχώριζαν, και όλοι τους αγαπούσαν.
Η όμορφη ζωή της στο χωριό διακόπηκε απότομα το 1974. Μαζί με τον Αντωνή έφυγαν η Παναγιώτα, η Δώρα και ο μικρός Βάσος, ενώ ο Φοίβος τούς είπε ότι θα πήγαινε να συνάξει το κοπάδι και να έρθει με τον Άντρο με τη μοτόρα.
Η Παναγιωτού πρώτα πήγε στην Ορμήδεια και μετά ήρθε ο αδελφός της ο Αντρέας που ήταν φαρμακέμπορος στη Λευκωσία και τους πήρε στο σπίτι του. Αγωνιούσαν συνεχώς για την τύχη του Φοίβου και του Άντρου. Ο Γιαννάκης ήταν στον πόλεμο, στην 131 Μοίρα Καταδρομών. Έμαθε, βέβαια, όπως μου είπε, από χωριανούς του, ότι τον πατέρα του, μαζί με κάποιους άλλους Μαντρίτες, Γυψιώτες και έναν από το Λάπαθος, τους κατέβασαν από το λεωφορείο στο Τζιάος, και έκτοτε αγνοούνταν. Στην Παναγιώτα, βέβαια, δεν είπαν τίποτα, μέχρι που γύρισε ο Άντρος από τα Άδανα.
«Αν δεν τον δω πεθαμένο, εν το πιστεύκω. Για μένα εν ζωντανός», απαντούσε η Παναγιωτού μας.
Μάνα ηρωίδα, μάνα κουράγιο. Μια από τις πολλές γυναίκες των αγνοουμένων που είδαν τη ζωή τους σε ένα καλοκαίρι να χάνεται. Έφυγε και η παλιά της όρεξη για δουλειά. Κόπηκαν τα φτερά της, αλλά πάντα ήταν ζωντανή η ελπίδα.
Ευτυχώς, που βρέθηκε ο αδελφός της ο Αντρέας και η καλή η νύφη της η Αυγή, που τη συνέτρεξαν και νοιάστηκαν την απορφανισμένη οικογένειά της. Πάντα φύλακες άγγελοι δίπλα της, γι΄ αυτό και εκείνη και τα παιδιά της χρωστούν ευγνωμοσύνη στον αδελφό και τη νύφη της. Πάντα τους έβαζε ευχές, όπως σε όλο τον κόσμο.
Μετά τη Λευκωσία ήρθε στη Λεμεσό και κατέληξε στον συνοικισμό του Αγίου Αθανασίου. Πλάι στην αγαπημένη της Κλαίρη πέρασαν μαζί τον πόνο και τα βάσανά τους, και η μια παρηγορούσε την άλλη. Θα θυμάμαι σε όλη τη ζωή μου, πόσο όμορφα περάσαμε μια μέρα που ήρθα και τις βρήκα να πίνουν μαζί τον καφέ τους με μια άλλη γειτόνισσα.
Την ευλόγησε ο Θεός να παντρέψει τα παιδιά της, να δει 8 εγγόνια και 8 δισέγγονα. Ήταν η αγαπημένη όλων. Σε όλα τα εγγόνια της πάντα στα γενέθλιά τους τους αγόραζε κάρτες και τους έγραφε τις ευχές της και έβαζε τα φακελλάκια της.
Αγαπημένοι μου Γιαννάκη, Δώρα, Βάσο, Μάρω, Βάσω, Θάσο, εγγόνια και δισέγγονά της, σας εύχομαι να ζείτε, να τη θυμάστε και να την μακαρίζετε. Να θυμάστε το ήθος, την αρχοντιά, την αγάπη της, την πίστη της στον Θεό. Αυτήν που την βοήθησε να αντέξει όλες τις δοκιμασίες, για τις οποίες ποτέ δεν βαρυγγώμησε, αλλά πάντα δόξαζε τον Θεό. Ησύχασε, μετά από τόσα βάσανα. Νομίζω αρκετά άντεξε η καρδιά της. Δεν άντεξε τελικά τον χαμό του Άντρου της και έφυγε τη μέρα της γιορτής του. Τον ακολούθησε σε λίγους μήνες.
Παναγιωτού μου αγαπημένη,
Ποιος θα μας παίρνει όλους και όλες πλέον σε κάθε γιορτή και σε κάθε επέτειο τηλέφωνο να μας ευχηθεί και να μας πει τα νέα της οικογένειάς σου για την οποία ήσουν τόσο περήφανη; Πού θα βρούμε αγάπη σαν τη δική σου;
Εμείς, όμως, πιστεύουμε στην Ανάσταση. Την αιώνια ζωή.
Καλό σου ταξίδι, καλοσυνάτη μας! Αιωνία η μνήμη σου.
Πας να συναντήσεις τον Άντρο σου, τον Φοίβο σου και όλους τους δικούς μας. Να τους πάρεις, λατρεμένη μας, τα χαιρετίσματά μας. Θα σε περιμένουν με ανοικτές αγκάλες.
Καλό παράδεισο! Καλή αντάμωση!
Ζήνα Λυσάνδρου-Παναγίδη
Δήμαρχος Λευκονοίκου

  • Κοινοποιήστε: