Τεθνεώτες-Επικήδειοι

Επικήδειος στον Αλέξανδρο Κωνσταντά από το Λευκόνοικο
Πέμπτη, 13 Ιανουαρίου 2020, ώρα:11 π.μ.
Ιερός Ναός Χρυσοπολιτίσσης, Λάρνακα
Της Ζήνας Λυσάνδρου-Παναγίδη
Δημάρχου Λευκονοίκου
Λιγοστεύουμε. Το Λευκόνοικο που ξέραμε σιγά-σιγά χάνεται… Από τις γενιές που έφυγαν από την κωμόπολή μας έχουν μείνει πολύ λίγες. Ο Αλέξανδρος Κωνσταντάς που με θλίψη αποχαιρετούμε σήμερα, δεν έφυγε πρόσφυγας, γιατί ήταν νυμφευμένος στη Λάρνακα, αλλά έχασε τη γενέθλια γη του, το πατρικό του σπίτι, τα σχολεία του, τη γειτονιά του.
Εμείς οι νεότεροι δεν ξέραμε τον Αλέξανδρο στο Λευκόνοικο, γιατί έφυγε, όταν ήμαστε παιδιά και δεν τον θυμόμαστε. Προσωπικά, λόγω της φιλίας μου με την αδελφή του την Τασούλα που ήταν συμμαθήτριά μου, ήξερα ότι ζούσε στη Λάρνακα. Τον έμαθα στην προσφυγιά. Έμαθα ότι ήταν αγωνιστής της ΕΟΚΑ με πλούσια δράση, ότι συμμετείχε και στην καταστολή της τουρκοκυπριακής ανταρσίας του ’63-64. Είδα ύστερα κι εκείνη τη φωτογραφία με τους τρεις φίλους και συναγωνιστές του, τον Μιχαλάκη Τακούσιη, τον Σάββα Παίδιου και τον Κυριάκο Προκοπίου, που τραβήχτηκε μετά από τον Αγώνα στο Φώτο Λύση.
Καλύτερα τον έμαθα τα τελευταία χρόνια, όταν μου έφερε τα λευκονοικιάτικα υφαντά της χρυσοχέρας μάνας του Σοφίας, για να τα καταγράψουμε ως κειμήλια του Λευκονοίκου. Γνώρισα έναν ευπρεπή κύριο, χαμογελαστό, καλόκαρδο, πρόσχαρο, καλότατο, με ευγένεια και αρχοντιά ψυχής. Έναν Μεσαρίτη με απαράμιλλο ήθος και σοβαρότητα.
Τον θαύμασα, όμως, όταν μας έδωσε συνέντευξη στο σπίτι του Μιχαλάκη Τακούσιη για το ντοκιμαντέρ μας για το Λευκόνοικο. Σεμνός, ταπεινός, αξιοπρεπής, με ευθύβολο βλέμμα μιλούσε για εκείνο τον υπέροχο Αγώνα και τις αξίες του. Μας είπε για τον Πανίκκο Χατζηκακού που τον μύησε στον Αγώνα το 1957. Μας τόνισε την ενότητα που υπήρχε μεταξύ τους και ανέφερε το κάψιμο του ταχυδρομείου. Μας είπε για την ομάδα τους, τον ενθουσιασμό τους και για τη νάρκη που πυροδότησαν. Για το κάψιμο του ταχυδρομείου. Για τις αρχηγικές ικανότητες του Μιχαλάκη Τακούσιη. Μου έκαναν εντύπωση τα λόγια του ότι δεν τους ενδιέφερε αν θα σκοτωθούν. Και κατέληξε: « Εμάθαμεν να είμαστε κλειστοί, να το ξέρει μόνο ο Θεός!».
Ο Αλέξαντρος γεννήθηκε στο Λευκόνοικο την 1η Αυγούστου του 1940. Γονείς του ο Μισιελής Κωνσταντάς και μητέρα του η Σοφία από τη Μηλιά, η «Μηλιωτού», όπως την ξέραμε, δυο καλότατοι άνθρωποι, προκομμένοι και εργατικοί. Η μάνα του εξελίχτηκε σε μια από τις καλύτερες υφάντριες του Λευκονοίκου. Απέκτησαν πέντε παιδιά: δυο γιους, τον Αλέξαντρο και τον Πανίκκο, και τρεις κόρες: την Κίκα, την Ειρηνούλα και την Τασούλα.
Τελείωσε την Ανωτέρα Σχολή Λευκονοίκου και μετά γράφτηκε στην Αστυνομία. Διορίστηκε στη Λάρνακα, όπου νυμφεύτηκε την Ευδοκία, την Εύδω, και μαζί έφτιαξαν μια όμορφη οικογένεια: απέκτησαν τη Μαρία και τον Αντρέα, και τέσσερα εγγόνια. Στη σύζυγο, τα παιδιά, τα εγγόνια, τα αδέλφια, τα ανίψια, εύχομαι να ζουν και να τον θυμούνται και να τον μακαρίζουν. Ξέρω ότι τους πονεί ο αποχωρισμός και θα τους πονέσει πιο πολύ όσο περνά ο καιρός. Ανθρώπινα είναι δύσκολη η αντιμετώπιση του θανάτου. Θα τους λείψει ο Αλέξανδρος, ο καλός σύζυγος, ο τρυφερός πατέρας και παππούς, ο εξαίρετος αδελφός, ο θείος. Θα λείψει πολύ, είμαι σίγουρη, και από τους φίλους του.
Αλέξαντρέ μας,
καλοτάξιδη να είναι η πορεία σου προς το φως.
Καλό παράδεισο.
Αφήνεις μνήμη αγαθή.
Καλή αντάμωση. Μακαρία η οδός ή πορεύει σήμερον…

  • Κοινοποιήστε: