Τεθνεώτες-Επικήδειοι

Της Ζήνας Λυσάνδρου-Παναγίδη, Δημάρχου Λευκονοίκου

Σάββατο, 22 Ιαν. 2022, Ώρα: 11 π.μ.
Ι. Ν. Αγίου Ιωάννη των Ρώσων, Κόκκινες, Λάρνακα

Ως χαρίεν έστ’ άνθρωπος, αν άνθρωπος ή», έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες. Πόσο ταιριάζει αυτή η φράση για τον αγαπημένο μας, Ανδρέα Χοίρα, τον επονομαζόμενο Σακκούλλα!

Λυπηθήκαμε στο άκουσμα της είδησης ότι έφυγε για τον ουρανό, για το αιώνιο ταξίδι! Το ξέραμε, βέβαια, ότι τελευταίως είχε προβλήματα με την υγεία του, αλλά ελπίζαμε ότι θα τα ξεπεράσει. Ήταν πάντα τόσο ζωντανός, τόσο γελαστός, τόσο αξιαγάπητος!

Οι ιστορίες για τα κατορθώματά του θα συνοδεύουν πολλές γενιές απογόνων του, πιστεύω.

Για μένα ήταν μια αποκάλυψη η συνάντηση μαζί του, το 2017, όταν του πήραμε συνέντευξη για την ετοιμασία του ντοκιμαντέρ μας.

Ως φιλόλογος εξεπλάγην με την αμεσότητα του λόγου του, τη ρητορική του δεινότητα, την αφηγηματική του ικανότητα, τα σκέρτσα του στον φακό. Ως Δήμαρχος του Λευκονοίκου καμάρωσα έναν Λευκονοικιάτη λεβέντη, άρχοντα, περήφανο και αξιοπρεπή με το χιούμορ του, την αυθεντικότητά του, την περηφάνια του. Άκουσα έναν άνθρωπο διασκεδαστικό, χαρούμενο, ευτυχισμένο.

Μάλιστα, εκείνη τη μέρα που μας αφηγείτο, τον ονόμασα Πρύτανη. Πόσο γελάσαμε, όταν μας είπε πώς τον έβγαλαν «Σακκούλλα».

Κάθε Πάσχα, όταν έπαιζαν σακκουλοδρομίες, ερχόταν πρώτος. Μια φορά, ο μ. ο Νικόλας ο Μαντρίτης φώναξε: «Ρε τον Σακκούλλαν, κάθε χρόνον έρκεται πρώτος». Έτσι, του έμεινε το παρατσούκλι!

Ήταν απόλαυση, όταν μας διηγείτο πώς έφτιαχναν το οφτόν μας, το ξακουστό, όπως και, όταν μας είπε ότι, όταν συναντούσαν καμιά κοπέλα στον δρόμο τους, κατέβαζαν το πρόσωπό τους από συστολή. «Εθώρουν χαμαί, εν εδίκλουν πάνω τους».

Ήταν, μάλιστα, σπουδαίος ποδοσφαιριστής, και το καυχιόταν, όπως καυχιόταν και για τον εγγονό του Αντρέα, αλλά και που ήταν γνήσιος Λευκονοικιάτης. Το μεγαλύτερο καμάρι του, όμως, ήταν τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά του.

Επίσης, πώς μπορώ να ξεχάσω την παρουσίασή του στην τηλεόραση του Άλφα Κύπρου, όπου μας έδειξε πώς έφτιαχναν το οφτόν!

Δεν θα ήθελα να παραλείψω να αναφέρω τη συμμετοχή και τη μεγάλη προσφορά του μ. Αντρέα στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ, όπως και όλης της οικογένειας Χοίρα. Οι Σίμιλλοι όλοι ήταν παρόντες.

Οι Σίμιλλοι, όπως τους ξέραμε, έχουν πολλές ιστορίες όλα τα αδέλφια. Τώρα, έμεινε μόνο η αδελφή τους, η Λούλλα, στην Αγγλία. Έφυγαν όλοι οι άλλοι: ο Γιώρκος, το κασαπάκι, όπως ήταν γνωστός, η Μαρίτσα, ο Καλλής, ο Μίκης, ο Παναής ο επωνομαζόμενος Κκελλές. Ο Σακκούλας ήταν το «ποσπορίν», όπως έλεγε ο ίδιος.

Γονείς τους ήταν ο Συμεών Χοίρας, ο λεγόμενος Σίμιλλος, και μητέρα τους, η Κουλλού, αδελφή της Παναγιώτας του Πουρεκκή, του Ττάκσιου και του Θεόδουλου Καλλίνικου, του Άρχοντα Πρωτοψάλτη της Εκκλησίας της Κύπρου. Το σπίτι τους ήταν δίπλα από το γεφύρι του Κρυού ποταμού, στον κεντρικό δρόμο για τη Γύψου.

Νυμφεύτηκε τη Σωτήρα από την Πηγή και απέκτησαν δύο αγόρια: τον Πανίκκο και τον Κώστα, τα οποία μεγάλωσαν με πολλή στοργή και αγάπη. Το σπίτι τους ήταν πίσω από την εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.
Ήταν άνθρωπος μεζετζής, της διασκέδασης, των φίλων, χουβαρντάς, καλόγνωμος, φιλόξενος, κεφάτος. Του άρεσε πολύ και το κυνήγι, η φύση, του άρεσε η θάλασσα, η διασκέδαση στην Αγία Μαρίνα μας.

Στην προσφυγιά, πολλές φορές πήγαινε μαζί με φίλους του, όπως μου είπε ο γείτονάς του, Ιάκωβος Καστάνας, να μαζέψουν «καραόλους» (χοχλιούς), αγρέλια, μόσφιλα, μανιτάρια, «καυκαρούες», δηλαδή αγκινάρες, κ.ά.

Στο Λευκόνοικο, δούλευε μαζί με τον πατέρα και τα αδέλφια του που ήταν «τζιαμπάζηδες», αγόραζαν και πουλούσαν ζώα, από το Καρπάσι ως την Πάφο, έβαζαν οφτόν, πουλούσαν κρέας. Στην προσφυγιά, για να ζήσει την οικογένειά του ήταν οδηγός σε μπετονιέρα.

Θα μπορούσα να μιλώ για ώρες για τον Σακκούλα μας. Τα παιδιά και τα εγγόνια ξέρουν καλύτερα. Ευτύχησε μαζί με την καλή του σύζυγο, την άξια νοικοκυρά, τη Σωτήρα του, να μεγαλώσουν δύο εξαιρετικά παιδιά με αξίες και ιδανικά, με αρχές, άξια και προκομμένα. Η ευτυχία τους, δε, συμπληρώθηκε με τα εγγόνια και το δισέγγονό τους που τους έδωσε μεγάλη χαρά. Φεύγει πλήρης και ευλογημένος με τις δωρεές που του χάρισε ο Θεός.

Αγαπημένοι μου, κ. Σωτήρα, Πανίκκο, Κώστα, Σταυρούλα, Κίκα, εγγόνια και δισέγγονα του μακαριστού Αντρέα, θα σας λείψει αυτός ο ζωντανός άνθρωπος, ο πατέρας και παππούς σας. Ο Θεός να σας παρηγορήσει. Να ζείτε, να τον θυμάστε και να τον μακαρίζετε.

Αγαπημένε μας Σακκούλα,
Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον!
Καλό ταξίδι! Πας να συναντήσεις τους δικούς σου. Σε καρτερούν με ανοικτές αγκάλες.
Καλό παράδεισο!
Θα σε θυμόμαστε όσο ζούμε.
Μακάρι να έρθει η μέρα η ευλογημένη και θα σας πάρουμε όλους να σας θάψουμε στο Λευκόνοικό μας, αφού δεν αξιωθήκατε να επιστρέψετε!
Καλή αντάμωση!
Καλή ανάσταση!

Σημ: Θα ήθελα να αναφέρω για τα εγγόνια του ότι πρέπει να είναι πολύ περήφανοι για τον παππού τους και την οικογένειά του, γιατί πέρα από τον σπουδαίο προπάππο τους τον Σίμιλλο, η γιαγιά τους η Κουλλού ήταν αδελφή της Παναγιωτούς του Πουρεκκή, την οποία πρέπει να ευγνωμονούμε στο Λευκόνοικο, και οι άνδρες αλλά κυρίως οι γυναίκες, γιατί γέννησε την πιο σπουδαία γυναίκα του Λευκονοίκου, την πιο καλλιεργημένη, πνευματώδη, ευφυή και πεπαιδευμένη, την κ. Κούλα Σούγλη-Παρασκευά, την άριστη φιλόλογό μας, στην οποία όλοι και όλες χρωστάμε το «ευ ζην μας» και τη μόρφωσή μας. Αυτή ήταν το πρότυπό μας και η μεγάλη μας καθοδηγήτρια.

Ήταν η πρώτη που πήγε στην Ελλάδα το 1953 να σπουδάσει και από τότε άνοιξε ο δρόμος για όλες μας να σπουδάσουμε στην Ελλάδα, σε μια εποχή που στα πιο πολλά χωριά δεν πήγαιναν καν Γυμνάσιο. Η κ. Παρασκευά πολλές φορές μου είπε πόσο περήφανη ήταν για τα ξαδέλφια της, τους Σίμιλλους!

Αυτά για την Ιστορία!

 


  • Κοινοποιήστε: