Τετάρτη, 20 Μαρτίου 2024, 2:30 μ.μ.
Ιερός Ναός Αποστόλου Ανδρέα, Συν. Στρόβολος 3
Μας αποχαιρέτησε άλλος ένας συνδημότης μας, άλλος ένας Λευκονοικιάτης, ο Κίκης Κουππάρης, ο οποίος έφυγε με την οικογένειά του κυνηγημένος από το Λευκόνοικο, ένας νέος άνθρωπος με οράματα και σχέδια πολλά για το μέλλον το δικό του και της οικογένειάς του. Πέρασε μισός αιώνας από εκείνη την αποφράδα μέρα που για όλους και όλες μας, που βιώσαμε τον ξεριζωμό, μοιάζει με έναν θάνατο. Χάσαμε ό,τι πιο πολύ αγαπούσαμε. Τον τόπο μας. Τη γενέθλια γη μας. Το σπίτι μας. Τη γειτονιά μας, την εκκλησία μας, το σχολείο μας, το κοιμητήριό μας. Τους φίλους και τις φίλες μας. Τους γείτονες και τους συγγενείς μας.
Ξεκουράστηκε ο Κίκης μας από την ταλαιπωρία της υγείας του. Αυτός είναι ο δρόμος που θα ακολουθήσουμε όλοι και όλες. Κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από τον θάνατο. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο στη ζωή.
Θυμάμαι τον Κίκη από το Λευκόνοικο. Γενννήθηκε στις 6 Ιουνίου του 1935. Γονείς του ο Λούκας και η Μαργαρίτα. Ο πατέρας του, που όλοι και όλες τον ξέραμε Τσιάππα, είχε και πολλά χωράφια, αλλά μαζί με τους γιους του, τον Κίκη και τον Αντώνη, τον Τώνη, ασχολήθηκαν και με χωματουργικές εργασίες, με κατερπίλλαρ, με προσφορές σε δημόσια έργα, με μεταφορές με φορτηγά. Εκτός από τον Τώνη, ο Κίκης είχε αδελφό και τον Σίμο, που μετανάστευσε στην Αγγλία, και δύο αδελφές, τη Μαρούλα και τη Σπυρούλα.
Θυμάμαι και τον γάμο του με την όμορφη Μάρω Κατσούρη, του Νίκου και της Αθηνάς. Θυμάμαι το επιβητικό δίπατο σπίτι τους, στην κάτω γειτονιά, πίσω από την εκκλησία του Σωτήρος μας, εκεί απέναντι από την Ο.Χ.Ε.Ν. που κάναμε κατηχητικό και ομάδες. Θυμάμαι τα κοριτσάκια τους, τόσο γλυκά και χαριτωμένα…
Στην προσφυγιά, συνέχισαν τη δουλειά τους, έμειναν στον Συν. Στρόβολος 3, μεγάλωσαν τις τρεις κόρες τους, τις μόρφωσαν, τις πάντρεψαν, είδαν εγγόνια και ένα δισέγγονο από την πρωτότοκη κόρη του, τη Μαργαρίτα. Αυτό το δισέγγονο, το Γιαννούιν του, όπως έλεγε, ήταν η μεγάλη αδυναμία και παρηγοριά του στην τελευταία δοκιμασία της υγείας του. Το λάτρευε το παιδάκι. Χαιρόταν μαζί του, ξαναγεννιόταν, και στις δύσκολες ακόμη ώρες της δοκιμασίας του. Σαν να βρισκόταν στον παράδεισο.
Πάντα πρόσχαρος και ευγενής, ευπροσήγορος και γελαστός. Πάντα φιλόξενος, ανοικτοχέρης, έτοιμος να βοηθήσει, έστω κι αν θα πικραινόταν μετά. Άνθρωπος χαμηλών τόνων, ήπιος, σεμνός, αρχοντικός. Είχε μια άδολη καλοσύνη ο Κίκης. Τον γνώρισα στο Σωματείο μας. Συνεργαστήκαμε σε πολλές εκδηλώσεις. Είχε μεγάλη αγάπη για τη γενέτειρά μας. Ενδιαφερόταν για ό,τι συνέβαινε στην κωμόπολή μας, συμμετείχε πάντα στις διήμερες έκδρομές μας στην Πάφο. Κάναμε πολλή παρέα. Γελούσαμε. Θυμάμαι μια εκδρομή μας στον Άγιο Ραφαήλ στον Παχύαμμο.
Αναντίλεκτα, πιστεύω ότι εκείνο που χαρακτήριζε τον Κίκη ήταν η αγάπη του στην οικογένειά του και τη δουλειά του. Ήταν εργατικότατος. Τίμιος. Δίδαξε στις κόρες του ηθικές αξίες και εθνικά ιδεώδη. Αγαπούσε τη θάλασσα, το κυνήγι, τη φύση αλλά και την ομάδα του, την Ανόρθωση.
Στην αγαπημένη του σύζυγο, τη Μάρω του, τις τρεις κόρες του, τη Μαργαρίτα, την Αθηνά και τη Λουκία, τους γαμπρούς, τα 6 εγγόνια και το ένα δισέγγονο, ευχόμαστε να τους παρηγορήσει ο καλός Θεός μας, γιατί το κενό που αφήνει είναι δυσαναπλήρωτο. Να ζείτε, να τον θυμάστε και να τον μακαρίζετε.
Κίκη μας αγαπημένε,
Καλοτάξιδη να είναι η πορεία σου προς το φως το αληθινό.
Αφήνεις μνήμη αγαθή.
Θα σε θυμόμαστε πάντα με πολλή αγάπη.
Καλό παράδεισο.
Καλή αντάμωση.
Καλή επιστροφή στο Λευκόνοικό μας.