Τεθνεώτες-Επικήδειοι

Παρασκευή, 21 Ιανουαρίου 2022
Ώρα: 11:30 π.μ.
Ι. Ν. Αγίων Κωνσταντίνου, Κοσμά και Δαμιανού
Ορμήδεια
Της Ζήνας Λυσάνδρου-Παναγίδη, Δημάρχου Λευκονοίκου

Με πολύ βαριά καρδιά ήρθαμε σήμερα σε αυτό τον πάνσεπτο ιερό ναό
των Αγίων Κωνσταντίνου, Κοσμά και Δαμιανού στη φιλόξενη κοινότητα της Ορμήδειας, εδώ που βρήκαν τόσοι πρόσφυγες να ακουμπήσουν στους πρώτους δύσκολους καιρούς της προσφυγιάς μας. Ένας από αυτούς που βρέθηκε εδώ μαζί με την οικογένειά του, ήταν και ο αγαπημένος μας Νίκος, που δυστυχώς μας φεύγει τόσο πρόωρα, τόσο άδικα, τόσο αναπάντεχα.

Χωρίς να δει το «νόστιμον ήμαρ», τη μέρα της επιστροφής στον τόπο μας. Τον τόπο μας που τόσο αγαπούσε, τόσο πόνεσε και τόσο λαχταρούσε, όπως όλοι μας, να γυρίσει… Γιατί εμείς δεν χορτάσαμε τον τόπο μας…ίσα που τον γευτήκαμε στα λίγα χρόνια που ζήσαμε στη μάνα γη μας. Αυτή είναι η τραγικότητά μας.

Μας έχει συγκλονίσει ο θάνατός του Νίκου. Ίσως, γιατί είναι μικρότερός μας. Ίσως, γιατί έφυγε έτσι ξαφνικά. Κανένας δεν το περίμενε. Δεν ήταν η ώρα του… Αλλά πάλι, συλλογιέμαι, ο Θεός ξέρει καλύτερα… Ποιοι είμαστε εμείς να κρίνουμε το θέλημα του Θεού; Για να τον πάρει σε αυτή την ηλικία, έχει το σχέδιό του. Ήταν έτοιμος, φαίνεται, ο Νίκος. Ήταν έτοιμος να σώσει την ψυχή του. Γιατί η ψυχή μας είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε… Γι΄ αυτήν και μόνο γι’ αυτήν πρέπει να νοιαζόμαστε. Όλα τα άλλα είναι πρόσκαιρα και ασήμαντα…

Έτσι, λοιπόν, θέλησε να τον πάρει ο καλός Θεός μας. Με ένα φύσημα του ανέμου. Χωρίς να καταλάβει τίποτα…

Ο Νίκος Βασιλείου γεννήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου του 1958, στο όμορφο χωριουδάκι του Αγίου Νικολάου Λευκονοίκου, μέσα σε κείνη την παραδεισένια φύση, απ’ όπου ατένιζε από ψηλά όλη την πεδιάδα του Λευκονοίκου μέχρι πέρα στον κόλπο της Αμμοχώστου. Ένα χωριουδάκι στα ριζά του βουνού. Δίπλα από το τουρκοκυπριακό χωριό Μελούντα με τους ήμερους ανθρώπους, σίγουρα εξισλαμισθέντες, αφού στην άκρη του χωριού στέκεται φρουρός ο Αη-Γιώρκης μας, που ανήκει στην ενορία του Σωτήρος μας.

Γονείς του ο Γιώργος και η Αθηνά. Όλοι , όμως, ήξεραν τον πατέρα του Μανώλη, όπως του το κόλλησε το όνομα ένας δάσκαλος.

Ο Νίκος είχε άλλα επτά αδέλφια: τρία αγόρια και τέσσερα κορίτσια: τον Βάσο, τον Αντρέα, τον Παντελή και την Αντρούλα, τη Γιώτα, τη Σοφούλα και τη Χρυστάλλα.

Κάποια στιγμή, η οικογένεια μετακόμισε στο Λευκόνοικο. Εκεί κοντά στον Κρυό ποταμό, πίσω από το εργοστάσιο του Πήτρου, τους αλευρόμυλους Ιγαντίου. Τα θυμάμαι όλα τα παιδιά. Τα κοριτσάκια ήταν μικρά. Χαριτωμένα. Τα αγόρια συμπαθέστατα, από καλή πάστα. Όπως συμπαθείς ήταν και οι γονείς. Όλοι, θυμάμαι, έλεγαν τα καλύτερα γι΄ αυτή την οικογένεια που ήρθε στη γειτονιά μας.

Ο Νίκος ήταν τρία χρόνια πιο μικρός από μένα. Τον θυμάμαι στο Γυμνάσιο μαζί με τους φίλους του, τον Λοϊζάκη μας από τις Γούφες, που τον έφαγαν μπαμπέσικα και άναδρα οι τουρκοκύπριοι χωριανοί τους, μαζί με τον πατέρα του, άνθρωποι τυφλωμένοι από μίσος και εκδίκηση, τον Πανίκκο Πατσιά και τον Νίκο Πατσιά από το Λευκόνοικο και τον Αντώνη Καραντώνη, από τη Μηλιά. Παιδάκια καλοβαλμένα, ευγενικά, καλότροπα.

Ύστερα ο Νίκος δούλεψε και στον φούρνο του Μελή του Παττίχα, μαζί με τον Παντελή. Γι’ αυτό και όταν ήρθε ξεριζωμένος στην Ορμήδεια, δούλεψε στον φούρνο του Χειλά. Βέβαια, δεν υπήρχε καμία σύγκριση… Ο φούρνος του Παττίχα προμήθευε με ψωμί όλη την Καρπασία.

Ήταν δεκαπέντε χρόνων σαν γίνηκε πρόσφυγας ο Νίκος. Στην εφηβεία του γνώρισε το σκληρό και απεχθές πρόσωπο του πολέμου και της προσφυγιάς.

«Άμα ξεριζωθείς από το σπίτι σου,
δεν έχεις τόπο να αποθέσεις τα όνειρά σου», έγραψε η ποιήτρια Υπουργός μας, μ. Κλαίρη Αγγελίδου.

Τι όνειρα να κάνει ένα παιδάκι που το ξερίζωσαν από τον τόπο του;
Μακριά από τους φίλους και τους συγγενείς του;

Κι όμως, όπως μου είπε η κόρη του η Πετρούλα, ο Νίκος αγαπούσε την ποίηση. Διάβαζε ποίηση. Πολύ συγκινήθηκα, μάλιστα, όταν μου είπε ότι είχε τις τελευταίες εκδόσεις του Δήμου μας δίπλα στο κομοδίνο του και διάβαζε. Λάτρευε το διάβασμα. Είχε μια αρχοντιά από παιδί ο Νίκος, μια ευγένεια, μια ανωτερότητα. Ξεχώριζε για την ποιότητα και το ήθος του.

Μικρός νυμφεύτηκε τη Δέσποινα από την Ορμήδεια και μαζί έκαναν τρία παιδιά: την Αθηνά, την Πετρούλα και τον Γιώργο. Ήταν εξαιρετικός σύζυγος και πατέρας. Πολύ καλός οικογενειάρχης, που νοιαζόταν πολύ για τα παιδιά του και δεν ήθελε να τους λείψει τίποτα. Ήταν φίλος και συμπαραστάτης τους.

Αναντίρρητα, ο Νίκος ήταν ένας καλότατος άνθρωπος, έντιμος, εργατικότατος, προσηνής, φιλόξενος, καλόκαρδος, ευγενής. Μια αρχοντική ψυχή.

Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν: «Οία η μορφή, τοιάδε και η ψυχή», δηλαδή ήταν όμορφος στη μορφή και στην ψυχή. Προσωπικά, και το ξέρει η οικογένειά του, τον εκτιμούσα και τον τιμούσα πάρα πολύ. Γι’ αυτό και πόνεσα στο άκουσμα του κακού μαντάτου.

Φορτίστηκα πάρα πολύ.

Αγαπημένοι μου, Δέσποινα, Αθηνά, Πετρούλα και Γιώργο, σε σας, στα παιδιά σας, στον γαμπρό και στη νύφη του, όπως και σε όλα τα αδέλφια του, τον Βάσο, τον Αντρέα, τον Παντελή, την Αντρούλα, τη Γιώτα, τη Σοφούλα και τη Χρυστάλλα, όπως και στα ανίψια του, τις νύφες και τους γαμπρούς του, εύχομαι να σας βοηθήσει ο καλός θεός να παρηγορηθείτε. Ξέρω ότι είναι πολύ δύσκολος ο αποχωρισμός. Να ζείτε να τον θυμάστε και να τον μακαρίζετε!

Αγαπημένε μου Νίκο,

Φεύγεις νεότατος. Είχες τόσα ακόμη να προσφέρεις στην οικογένειά σου και στους γύρω σου.

Έτσι το θέλησε ο Θεός!

Εμείς θα σε θυμόμαστε πάντα με αγάπη και είμαστε περήφανοι που μας τιμούσες με τη φιλία σου. Ήσουν ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Το στίγμα σου σε αυτή τη ζωή θα είναι ανεξίτηλο.

Τώρα η ψυχή σου λεύτερη φτερουγίζει πάνω από τον Άγιο Νικόλαο, στον Πενταδάκτυλό μας και ροβολά κάτω στην πεδιάδα, στο Λευκόνοικο που αγάπησες και ήσουν περήφανος.

Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον.
Καλό παράδεισο!
Αφήνεις μνήμη αγαθή.
Χαιρετίσματα στον φίλο σου τον Λοϊζάκη από μας. Να του πεις ότι θα σας θυμόμαστε όσο ζούμε.
Καλή αντάμωση.
Καλή ανάσταση.
Μέμνησο και υπέρ ημών.


  • Κοινοποιήστε: