Επιμνημόσυνος Λόγος για τους απαγχονισθέντες ήρωες της, ΕΟΚΑ, Μιχαήλ Κουτσόφτα, Ανδρέα Παναγίδη και Στέλιο Μαυρομμάτη
Ιερός Ναός Παναγίας Οδηγήτριας
Παλιομέτοχο
Κυριακή, 16 Σεπτεμβρίου 2018
«Αύριο που θα’ ρθουν οι φωτεινές μέρες
Θα πρέπει να αναρτήσουμε -οι ζωντανοί-
απ’ το λαιμό μας στολίδι
δίπλα από το χρυσό σταυρό μας
ένα μικρό ομοίωμα κρεμάλας.
Θα’ ναι χρυσό κι αυτό.
Και θα’ χει μια κλωστή θηλιά στην άκρη.
Θα το προσκυνάμε κι αυτό».
Βαδίσατε, αδέλφια μας ήρωες, κάποια βήματα ως την αγχόνη. Της ντροπής την αγχόνη μα και της περηφάνειας για μας. Ο γδούπος του κορμιού σας στην καταπακτή ακόμη τρυπά τα αυτιά μας. Ματώνει το είναι μας. Τίμημα καρδιάς, πόνος ψυχής. Μα αντίτιμο πολύτιμο η λευτεριά μας. Το ιδανικό των ιδανικών μας.
Καταρχάς, ευχαριστώ τον Πρόεδρο της Κοινότητας και το Κοινοτικό Συμβούλιο του Παλαιομετόχου για την ευγενική πρόσκληση να εκφωνήσω σήμερα τον πανηγυρικό για τους ήρωες της Κοινότητας, Μιχάλη Κουτσόφτα και Ανδρέα Παναγίδη, όπως και για τον συναγωνιστή τους Στέλιο Μαυρομμάτη που μαζί ανέβηκαν στην αγχόνη.
Είναι πολύ τιμητικό για μένα να μιλώ για αυτούς τους ήρωες. Είναι μεγάλο προνόμιο να είμαι η νύφη του Ανδρέα Παναγίδη. Να είμαι η μόνη γυναίκα στον Ελληνισμό που έχω τον πεθερό μου στα Φυλακισμένα Μνήματα. Θεία Πρόνοια. Αυτό μού είπε η αγαπημένη μου φιλόλογος κ. Κυριακή Παρασκευά από την κωμόπολη του Λευκονοίκου. Επειδή αγαπούσα παιδιόθεν τον μεγαλειώδη αυτόν αγώνα. Και τον τιμούσα.
«Πώς να σε πω, πατέρα, Ήρωα Ανδρέα Παναγίδη, που είσαι μόνο 22 χρονών παιδί;». Αυτές οι σκέψεις έρχονταν στο μυαλό μου, καθώς κοιτούσα τη φωτογραφία του, μόλις μπήκα στην οικογένειά του. Οξύμωρο σχήμα. Τότε κατάλαβα τη σημασία των λόγων της φιλολόγου μου και πάλι που συνήθιζε να μας λέει ότι οι Ήρωες μένουν πάντα νέοι!
Τα μνημόσυνα των Ηρώων μας είναι ευκαιρίες εθνικής αναβάπτισης και προβληματισμού. Είναι ευκαιρίες να θυμηθούμε την Ιστορία μας. Και να διδαχτούμε. Να συνειδητοποιήσουμε την ατμόσφαιρα που γέννησε ήρωες. Που γέννησε έναν Μιχαήλ Κουτσόφτα, που ενώ μπορούσε να διαφύγει και να σωθεί, όταν άκουσε το ελικόπτερο να πετά πάνω από την περιοχή τους, προτίμησε να μείνει μαζί με τον αδελφικό του φίλο Ανδρέα Παναγίδη που δεν μπορούσε να περπατήσει, για να τον βοηθήσει, θυμίζοντάς μας τον Δάμωνα κι τον Φιντία που η φιλία τους αποτελεί μέχρι σήμερα παράδειγμα προς μίμηση.
Μετά από χρόνια πολλά, το 2007, διάβαζα ένα βιβλίο του αγαπημένου μου κ. Γαβριήλ Μηνά με τίτλο «Η εθνική αυτοματαίωση Ελληνισμού στην Κύπρο», και, μετροφυλλώντας τις τελευταίες σελίδες με τις φωτογραφίες, το μάτι μου έπεσε σε μια φωτογραφία με τα τρία παιδάκια πληγωμένα, μαζί με τη μητέρα τους και τις θείες τους ολοφυρόμενες πάνω από τον τάφο του ήρωα. Την έδειξα αμέσως στον Αριστείδη, ο οποίος ούτε καν ήξερε ότι υπήρχε αυτή η φωτογραφία στο ΓΤΠ. Είναι από την πρώτη επίσκεψή τους στα Φυλακισμένα Μνήματα, αμέσως μετά την ανεξαρτησία. Η Αυγή, μάλιστα, η μικρότερη, όταν της είπαν ότι θα πάρει λουλούδια στον παπά της, έψαχνε να τον βρει, και έσκαβε με τα χεράκια της το χώμα.
Σας εξομολογούμαι ότι πολλές φορές σκέφτομαι τους ήρωες αλλά και αυτή τη γυναίκα, την ηρωίδα Γιαννούλα, που δεν είχα την ευτυχία να τη γνωρίσω. Γιατί περί ηρωίδας πρόκειται. Έζησε μια ζωή βασανισμένη, μέσα στη φτώχεια και τη μιζέρια, που ευτυχώς που ήταν και οι συγγενείς της κοντά της, οι γονείς της και οι αδελφές της, κυρίως η αδελφή της Κυριακού και ο άντρας της, ο μακαριστός Αντρέας Σόλωνος, από τον Καραβά, ο οποίος ανέλαβε τα παιδιά υπό την προστασία του, γιατί το ανάλγητο κράτος, με τα ψίχουλα που τους έδινε, άφησε τα παιδιά να στερηθούν και τα αναγκαία.
Έλληνες και Ελληνίδες,
το 1956 ήταν μια χρονιά που θα μείνει στη θύμηση των απανταχού της γης Ελλήνων ως «η χρονιά της αγχόνης». Έστηνε αγχόνες ο κατακτητής, νομίζοντας πως θ’ αλυσοδέσει τον ήλιο. Εξουσία του το σίδερο κι η φωτιά. Δύναμή του μόνη, η πίκρα κι ο θάνατος…
Ποιο ήταν το αμάρτημα τούτων των παιδιών, ώστε να τους κόψουν τόσο πρόωρα το νήμα της ζωής τους; Τι τους έφταιξαν τα τρία ανήλικα παιδιά του Ανδρέα Παναγίδη, που έχασαν τη θέρμη της πλατύστερνης αγκαλιάς του πατέρα και το γλυκό χαμόγελό του, που θα φώτιζε τη ζωή τους;
Απλώς αγάπησαν τούτη τη γη κι ήθελαν αυτοί και τα παιδιά τους να έχουν λεύτερο τον πλατύ ουρανό μας, λεύτερο το χώμα μας σαν αφέντες να το δρασκελούν, κι ακόμα πιότερο σεριάνιζαν τα όνειρά τους στη γαλάζια πατρίδα μας, την Ελλάδα. Για τούτη την αγάπη, με μια θεϊκή έξαρση, ξεπέρασαν το φόβο του θανάτου, υπερέβησαν τους εαυτούς τους και την αγάπη για τη ζωή, και πέρασαν στο Πάνθεον των Αθανάτων.
Οι δυο φίλοι Κουτσόφτας και Παναγίδης καταδικάστηκαν σε θάνατο, γιατί συμμετείχαν στις 16 Μαίου του 1956 σε επιχείρηση στο αεροδρόμιο Λευκωσίας, στην οποία σκοτώθηκε ένας Άγγλος στρατιώτης. Ο Ανδρέας Παναγίδης ήταν ο μόνος από τους ήρωες της αγχόνης που είχε παιδιά, τον Αριστείδη, τεσσάρων ετών, τη Δέσποινα, δύο και την Αυγή ενός έτους. Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις προς τον Άγγλο κυβερνήτη και τη βασίλισσα της Αγγλίας για απονομή χάριτος, οι Άγγλοι ανάλγητοι, προχώρησαν στο απαίσιο έργο τους.
Ο Στέλιος Μαυρομμάτης από το Λάρνακα της Λαπήθου, ξάδελφος του Ευαγόρα Παλληκαρίδη,φοίτησε στην Εμπορική Σχολή Σαμουήλ και ανέπτυξε πολυσχιδή δράση μέχρι τη σύλληψή του στις 15 Μαρτίου του 1956, όταν μαζί με δυο συναγωνιστές του πυροβόλησαν δυο Άγγλους στρατιώτες στην οδό Αγίου Παύλου στη Λευκωσία.
Εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι οι επιστολές των μελλοθανάτων προς τις οικογένειές τους, που αποτελούν μνημεία εθνικής έξαρσης και βαθιάς πίστης στο Θεό. Ο Στέλιος Μαυρομμάτης σ’ ένα γράμμα του προς τον αδελφό του Κώστα, που βρισκόταν στα κρατητήρια, στον τελευταίο του αποχαιρετισμό, τονίζει :
«Θέλω να ξέρεις πως ο αδελφός σου πεθαίνει με το χαμόγελο στα χείλη, γιατί ο Θεός τον αξίωσε να φθάσει μέχρι τέλους, χωρίς ποτέ να καμφθεί ή να λιποψυχήσει.Γι’ αυτό πρέπει να’σαι κι εσύ περήφανος για μένα».
Ο άλλος ήρωας που μαζί με τον Μαυρομμάτη και τον Παναγίδη απαγχονίστηκαν στις 21 Σεπτεμβρίου του 1956, ο Μιχαήλ Κουτσόφτας, γράφει στον αδελφό του:
«Έχομε μονάχα τις ελπίδες μας στον Μεγάλο Θεό μας. Κι εσείς, αδελφέ, έχετε θάρρος και ψυχραιμία.Αν είναι να πεθάνουμε για την πατρίδα, Θεία είναι η δάφνη. Μια φορά κανείς πεθαίνει».
Σε γράμμα του προς τη μητέρα του, ο Κουτσόφτας γράφει και τα ακόλουθα :
«Οι μόνες λέξεις που μπορούν ν’ ακούσουν απ’ τα χείλη μας οι δυνάστες είναι αυτές: Ελευθερία ή Θάνατος. Αυτές τις λέξεις τις μάθαν και αυτοί οι τοίχοι των φυλακών. Και αυτές ακόμη οι πέτρες των φυλακών το γνωρίζουν ότι είναι άδικο να κλειδώνονται αθώοι μέσα στα σίδερα με μόνη την κατηγορία ότι είναι Έλληνες της Κύπρου».
Στην τελευταία επιστολή του Ανδρέα Παναγίδη προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του, ανεκτίμητη κληρονομιά γι’ αυτούς, αναφέρει και τα πιο κάτω :
«Λατρευτά μου παιδιά. Σας αφήνω για πάντα στην τόσην νεαρήν μου ηλικίαν. Στα 22 μου χρόνια, πεθαίνω, για χάριν μιας μεγάλης ιδέας. Κάποτε η Μάνα σας και οι θείοι σας θα σας αναπτύξουν γιατί εκτελέσθηκα. Σας εύχομαι, αγαπημένα μου παιδιά, να γίνετε καλοί άνθρωποι και καλοί Έλληνες Κύπριοι. Ακολουθήστε πάντα το δρόμο της Αρετής….Αλλά σας αφήνω ένα μεγάλο και τιμημένο όνομα».
Σήμερα, που οι νέοι μας μάταια αναζητούν πρότυπα, όλοι οι ήρωές μας του απελευθερωτικού αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. πρέπει να αποτελούν γι’ αυτούς τους οδοδείκτες, που θα τους μιλούν για την αρετή τους, για τη φιλοπατρία τους, για την τιμιότητα, για την πίστη τους στο Θεό, για την αγάπη τους τη θυσιαστική. Θα τους δείχνουν το χρέος τους προς τη σκλαβωμένη πατρίδα μας.
Αναντίρρητα, τότε ήταν οι σκληροί καιροί. Οι Έλληνες της Κύπρου, παρόλον ότι οι Άγγλοι μάζευαν σύνεργα για να αλλάξουν τις ψυχές τους, κοιμόντουσαν κι έβλεπαν όνειρο τη λευτεριά τους και την ένωση με τη Μάνα Ελλάδα! Είναι τότε που γέμισαν οι τοίχοι με το δίστιχο:
«Την Ελλάδα θέλομεν
κι ας τρώγωμεν πέτρες»
Πόσο όμορφα το τραγούδησε ο ποιητής μας Δημήτρης Λιπέρτης:
«Δώστε μας πκιον στην Μάναν μας
τζ’ αν ένι τζιαι γραμμένον
Να τρώμεν το ψουμίν ξερόν
ας εν τζιαι κριθθαρένον». (2)
(Τίτλος του ποιήματος: «Για την Πεντηκονταετηρίδαν»).
Απορούμε εμείς οι νεότεροι, οι «καλοθρεμμένοι υπήκοοι της Κίρκης», πώς αυτά τα μειλίχια, λιγομίλητα αγροτόπαιδα, που κοκκίνιζαν στο «συνόμπλασμαν της κορασιάς», μεταμορφώθηκαν σε ατρόμητους πολεμιστές που τα’ βαλαν με μια ολάκερη αυτοκρατορία.
Αναντίρρητα, δεν υπάρχει χειρότερος θάνατος από την αγχόνη. Δεν μπορείς να αντιδράσεις, να τρέξεις να σωθείς, να πολεμήσεις. Είσαι ένα άθυρμα στα χέρια των εκτελεστών. Είναι ένα συγκλονιστικό συναίσθημα, ένας πόνος άφατος, μια στιγμή σοκαριστική. Ακαριαίος θάνατος.
Όμως, «έστι δίκης οφθαλμός, ος τα πάνθ’ ορά». Και όσο μακρύς κι αν ήταν ο δρόμος του, ο μαντατοφόρος έτρεξε και έφερε το μήνυμα σε κείνους που γύρευαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας:
Νήσος τις έστιν!
Έλληνες και Ελληνίδες!
«Τότε ήταν χρόνια περήφανα, χρόνια δόξας και ηρωισμού. Σήμερα είναι χρόνια δίσεκτα. Πατημένα τα χώματά μας. Λεηλατημένα τα ιερά και τα όσιά μας. Μα τη μέρα τούτη της μνήμης, ας αντλήσουμε θάρρος. Από τους τάφους τους οι ηρωικοί νεκροί της ΕΟΚΑ μάς βροντοφωνάζουν: σταθείτε ορθοί, σταθείτε αδελφωμένοι, γιομίστε την ψυχή σας με το πνεύμα της θυσίας μας, γιατί τούτη η γη είναι δική μας, είναι δική σας, είναι των παιδιών σας, που περιμένει δικαίωση, που περιμένει τη λευτεριά. Και ο Θεός μας, που είναι Θεός αγάπης και δικαιοσύνης, δεν μίλησε ακόμη. Μιλούν οι ισχυροί της γης».
Θα ήθελα να τελειώσω με ένα απόσπασμα από το εξαίρετο ποίημα του ποιητή Θεοδόση Πιερίδη με τίτλο «Τραγούδι πένθιμο και Οργισμένο», που έγραψε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1956 για τους ήρωές μας:
«Αυτός ο ήλιος που βγήκε σήμερα
δε θα το δει τ’ ωραίο παλικάρι
Τ’ ωραίο παλικάρι μπήκε στο θάνατο
από την πόρτα που μπαίνουν οι ολόρθοι άνθρωποι.
Τ’ ωραίο παλικάρι μπήκε στην καρδιά μας…
Μπήκε μέσ’ τη ζωή μας…
Τ’ ωραίο παλληκάρι το πήραν και το κρεμάσανε
Σήμερα, αυγήν-αυγή, στη Λευκωσία…»
Αιωνία η μνήμη τους!