Γλώσσα-Ποίηση-Λογοτεχνία

Για ποιαν έγραψε την ΑΝΕΡΑΔΑ ο Βασίλης Μιχαηλίδης;
Ποια είναι η σχέση του ποιήματος με τα δημοτικά τραγούδια;

Όλοι γνωρίζουμε το κορυφαίο ιδιωματικό ποίημα «Η Ανεράδα» του Β. Μιχαηλίδη (βλ. συνημμ. φωτό), η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε τα Χριστούγεννα του 1893 στη λεμεσιανή εφ. «Σάλπιγξ».

Σύμφωνα με τον Α. Σακελλάριο, «παρά τῳ κυπρίῳ λαῴ καλούνται ανεράδες αι παρ’ ημίν νεράιδες, θεωρούμεναι ως παρθένοι λευκά ενδύματα ενδεδυμέναι και κατοικούσαι τα δάση, τας πηγάς, τους ποταμούς και τους λειμώνας».

Για ποιαν έγραψε την Ανεράδα, όμως, ο ερωτόπληκτος ποιητής; Ήταν, άραγε, υπαρκτό ή φανταστικό πρόσωπο η αιθέρια ύπαρξη του ποιήματος;

Με βάση τη βιβλιογραφία, υπάρχουν τρεις εκδοχές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μία αναιρεί τις υπόλοιπες:

1. Η Ανεράδα γράφτηκε για την Ευγενία (τον εφηβικό/νεανικό έρωτα του ποιητή στη Λάρνακα). Σύμφωνα με επιστολή του Λ. Πιερίδη (31.5.1929) προς τον Α. Κ. Ιντιάνο, «η Eugenie Bargigli ήτο μία από τας 4 θυγατέρας της κ. Bargigli […]. Αι άλλαι 3 ήσαν η Ada, σύζυγος του Gustave Laffon, του γάλλου ποιητού, η Marie και η προώρως αποθανούσα Irena διά την οποίαν ο μακαρίτης Θεμιστοκλής Θεοχαρίδης έγραψε θαυμάσιο ποίημα. Η Eugenie υπανδρεύθη τον σμυρναίον Dracopoli».

2. Η Ανεράδα γράφτηκε για την Ευτέρπη (τον μεγάλο έρωτα του ποιητή στη Λεμεσό). Σύμφωνα με την Αγνή Μιχαηλίδη, «τακτικός επισκέπτης της καλοκαιρινής συντροφιάς [έξω από το σπίτι της Κατινούς (κόρης του Χριστόδουλου Καρύδη, δημάρχου Λεμεσού), στη διασταύρωση των οδών Ανεξαρτησίας και Αθηνών] ήταν ο ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης. Καθόταν εκεί, σε μια ορισμένη πάντα θέση, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί το παραθύρι του πλαϊνού σπιτιού: του σπιτιού της γυναίκας που αγάπησε χωρίς ανταπόκριση. Ο ποιητής, ατενίζοντας το άδειο παραθύρι, απάγγελλε την “Ανεράδα”, όπως και άλλα ποιήματα που έγραψε για τη μούσα του». Η Ευτέρπη παντρεύτηκε, τελικά, τον Σπύρο Αραούζο.

3. Η Ανεράδα συμβολίζει την ίδια την ποίηση, η οποία, σύμφωνα με το ποίημα, είναι άπιαστη και ακατάκτητη. Όπως αναφέρει ο Γλ. Αλιθέρσης, «ο ποιητής θέλησε να μας συμβολίσει, με την “Ανεράδα” του, το εσωτερικό δράμα του καλλιτέχνη, όταν, <σε> στιγμές αμφιβολίας του, νιώθει να τον αρνιέται η μούσα – έμπνευση – έρωτας».

Πάντως, ανεξάρτητα από τη… θηλυκή αιτία που ώθησε τον ποιητή να προχωρήσει στη σύνθεση του κορυφαίου αυτού ποιήματος, φαίνεται ότι η «Ανεράδα» παρουσιάζει, μεταξύ άλλων, χαρακτηριστικά όμοια με αυτά ορισμένων δημοτικών τραγουδιών που περιλαμβάνονται στον Β΄ τόμο των «Κυπριακών» του Αθ. Σακελλάριου. Ο Β. Μιχαηλίδης έχει υπόψη του τον συγκεκριμένο τόμο, τον οποίο, μάλιστα, αξιοποιεί σε διάφορα ποιήματά του. Παραθέτουμε εδώ το δημοτικό τραγούδι «Εραστής δερόμενος»:

’Π’ αππ’ εξωθιόν εδιάβαιννα ’πού την Φανερωμένην,
μίαν λυερήν εσκιάστηκα όμορφα χολλιασμένην,
ένεψα της για το φιλίν κι εκείνη ήτουν καϋμένη,
πάω να μπω στην πόρταν της, την πετροχαλασμένην,
πάω να βκω την σκάλαν της ’πού να την δω καϋμένην,
’πού κάτω ’πού την τάβλαν της πέντ’ έξι αρματωμένοι
εκάμαν την ραχούλλαν μου μαύρην σκοτεινιασμένην,
’πού το πωρνόν στην εκκλησιάν εθώρεν με κι εγέλαν.
«Ανάθεμμάν σε, λυερή, και σέν’ και το φιλίν σου,
εψές εθανατώσαν με στην μέσην της αυλής σου».
«Εψές σού ’γέλουν, νεούλλικε, κι αν θέλεις ’πόψε έλα».

Ο «Εραστής δερόμενος» – γραμμένος, όπως και η «Ανεράδα, τόσο στο κυπριακό ιδίωμα όσο και σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση – αποτελείται από έντεκα 15σύλλαβους στίχους ιαμβικού ρυθμού με ζευγαρωτή παροξύτονη ομοιοκαταληξία. Από μια πρώτη ανάγνωση του δημοτικού τραγουδιού, και εστιάζοντας την προσοχή μας στους στίχους 2, 5, 7 και 8, φαίνεται ότι ο Β. Μιχαηλίδης λαμβάνει από αυτό συγκεκριμένα προτασιακά και φραστικά ερεθίσματα, τα οποία ενσωματώνει γόνιμα στο κορυφαίο λυρικό ποίημά του «Η Ανεράδα» (βλ. αντίστ.: στ. 8, 9, 52 και 46). Το περιεχόμενο και των δύο ποιημάτων είναι ερωτικό, μολονότι στο πρώτο η υπόθεση εκτυλίσσεται σε αστικό περιβάλλον: «αππ’ εξωθιόν […] ’πού την Φανερωμένην»· ενώ στο δεύτερο στη φύση: «σε μιαν ποταμοδκιάβασην», σε «λαόνια, κάμπους τζαι βουνά». Και οι δύο ήρωες «σσιάζουνται μιαν λυερήν», την οποία (προικονομώντας) εύχονται να μην είχαν γνωρίσει ποτέ: «’πού να την δω καϋμένην» («Εραστής…», στ. 5)· «ν’ είεν καεί η σταλαμή» («Η Ανεράδα», στ. 9). Οι λυερές, ενώ, αρχικά, δίνουν ελπίδες στους δύο ήρωες, στο τέλος τούς προδίδουν και γελούν με το κατάντημα των επίδοξων αγαπητικών τους: «εθώρεν με κι εγέλαν» («Εραστής…», στ. 8)· «τζαι ’ξαπολά ’ναν χάχχανον» («Η Ανεράδα», στ. 46). Βέβαια, η τιμωρία στον «Εραστήν…» είναι εξωτερική-σωματική («Εκάμαν την ραχούλλαν μου μαύρην σκοτεινιασμένην», στ. 7), ενώ στην «Ανεράδα» εσωτερική-ψυχική («εράην η καρτούλλα μου», στ. 52). Γενικά, θα μπορούσε να λεχθεί ότι και τα δύο ποιήματα κινούνται στο ευρύτερο πλαίσιο του ρομαντισμού (ανανταπόδοτος έρωτας, απογοήτευση).

 

Κυριάκος Ιωάννου


  • Κοινοποιήστε: