Pantelis Voutoyris
27 Φεβρουαρίου 2019
Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ.
Τι συνέβηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1943 στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών:
Κατά τη νεκρώσιμη ακολουθία ο Σικελιανός απήγγειλε το περίφημο ποίημά του «Ηχήστε οι σάλπιγγες…..» και ακολούθησε με ένα δικό του ποίημα ο Σωτήρης Σκίπης. Τα δύο επικήδεια ποιήματα δεν απαγγέλθηκαν «πάνω από τον ανοιγμένο τάφο…» (όπως αναφέρεται συνήθως), αλλά μέσα στην εκκλησία. Και επειδή οι «Σάλπιγγες» του Σικελιανού επισκίασαν το δεύτερο συγκινημένο και αντιστασιακό επικήδειο ποίημα του Σκίπη, παραθέτω από αυτό ένα πόσπασμα:
[…]από τα κάγκελα τα αόρατα
της απέραντής μας φυλακής
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας
δεν εβάσταξες στον πόνο της φυλής
κ’ έπεσες σαν δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής
δίχως να προσμένεις την αχτίδα
της καινούριας χαραυγής.
Κ’ έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού
Σα ναός όπου χτυπιέται
από τα βόλια των βαρβάρων
Σαν τον Παρθενώνα
ήρωα, ποιητή του αιώνα
Στο Α΄ Νεκροταφείο, εν τω μεταξύ, χωρίς κανένα κάλεσμα συγκεντρώθηκαν χιλιάδες κόσμου. Οι εκτιμήσεις για τον ακριβή αριθμό δεν είναι βεβαίως δυνατόν να συμπίπτουν· πρέπει πάντως να ήταν περισσότεροι από 30.000 και λιγότεροι από 50.000. Ας πούμε, με βάση την αρχή του μέσου όρου, γύρω στις 40.000. Ο κόσμος, αφηγείται κάποιος αυτόπτης μάρτυρας, αφενός είχε ανάγκη να κλάψει και αφετέρου να υψώσει στον ουρανό έναν ήρωα. Ανάμεσα στους συγκεντρωμένους πολίτες, φοιτητές, και πνευματικούς ανθρώπους, κυκλοφορούσαν με πολιτική περιβολή Γερμανοί πράκτορες και δοσίλογοι ενώ άλλοι ένοπλοι στρατιώτες είχαν περικυκλώσει το νεκροταφείο. Το φέρετρο ανασηκωμένο στον ώμο του Άγγελου Σικελιανού και του φοιτητή Γιώργου Ντούμα (δεξιά και αριστερά αντιστοίχως στη φωτογραφία) κατεβαίνει στον τάφο. Τι συνέβηκε εκεί;
Κάποιος Γερμανός με πολιτική περιβολή πλησίασε και ακούμπησε στο φέρετρο ή προσπάθησε να αφήσει ένα στεφάνι εκ μέρους του Αδόλφου Χίτλερ. Τότε, όπως αφηγούνται διάφοροι αυτόπτες μάρτυρες, ο Άγγελος Σικελιανός άρπαξε το στεφάνι και το εκσφενδόνισε μακριά, ενώ ο Γιώργος Κατσίμπαλης ο οποίος στεκόταν στο πλάι του, μαζί με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, άρχισαν να ψέλνουν τον Εθνικό Ύμνο. Ακολούθησε όλο το συγκεντρωμένο πλήθος. Ήταν η πρώτη φορά που ακούστηκε στα χρόνια της κατοχής, σε δημόσιο χώρο ο Εθνικός Ύμνος, κάτω από τα όπλα των Γερμανών.
Παραθέτω, όμως, και τη διαφορετική εκδοχή του «Ριζοσπάστη»: «…ερχόμαστε στο σκαμμένο μνήμα. Πρώτο στεφάνι των Ελλήνων φοιτητών. Πρώτη η δικιά μας κραυγή για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά των λαών. Εκείνη η ώρα ήταν η κορυφαία για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Για τους Έλληνες της αιώνιας προόδου. Όχι βέβαια με τους Γραικύλους, τους δοσιλόγους, τους μαυραγορίτες». Το ανυπόγραφο κείμενο, μάλλον ανήκει στον ποιητή και εκδότη Γ. Γουδέλη, φοιτητή τότε, ο οποίος φαίνεται ότι τη στιγμή που ο Γερμανός επιχειρούσε να καταθέσει το στεφάνι του, μπήκε μπροστά φωνάζοντας «Ζήτω η απελευθέρωση των λαών». Το περιστατικό βεβαιώνεται και από άλλους αυτόπτες μάρτυρες. Αφηγείται, αλλού, ο ίδιος ο Γουδέλης: «…Φτάνοντας στον τάφο και βλέποντας ότι ο Γερμανός κι ο Ιταλός ήταν έτοιμοι να καταθέσουν το στεφάνι τους, όρμησα και κατάθεσα το δικό μας φωνάζοντας “Ζήτω η απελευθέρωση των λαών”. Οι εκπρόσωποι των κατακτητών αντιμετώπισαν ψύχραιμα την κατάσταση, κατάθεσαν τα στεφάνια τους και αποχώρησαν, ενώ το νεκροταφείο αντηχούσε από τον Εθνικό Ύμνο. Ήταν η πρώτη πράξη αντίστασης στη σκλαβωμένη Αθήνα».