Κάθε φορά που βρέχει, ο νους κι η καρδιά μου αλλά και όλες μου οι αισθήσεις μεταφέρονται στη γενέθλια γη μας και ακόμη, μετά από τόσες δεκαετίες, μυρίζω το χώμα μας μετά τη βροχή. Κοιτάζω από το παράθυρό μου τον Πενταδάκτυλο, εκεί που κάνει ένα κοίλωμα, εκεί που είναι το μπογάζι της Ακανθούς, δίπλα από το Μερσινίκι. Πιο κάτω ακριβώς, απλώνεται νωχελικά στον απέραντο κάμπο της Μεσαορίας η πλούσια κωμόπολη του Λευκονοίκου μας. Βαριά σύννεφα έχουν καλύψει το βουνό και προμηνύεται καταιγίδα.
Πόσες φορές αυτά τα 43 χρόνια η γριά γιαγιά μου, όσο ζούσε, και η μητέρα μου δεν κοίταζαν κατά τον βορρά και δεν κουνούσαν με σημασία το κεφάλι, λέγοντας ότι τώρα που εμείς φύγαμε, βρέχει στους Τούρκους πιο πολύ. Έχει πιο πολλές καλοχρονιές. Το αιώνιο πρόβλημα της Μεσαορίας. Να βρέξει. Γιατί, άμα βρέξει και χορτάσει η πλούσια, παχιά γη μας, ανταμείβει με το παραπάνω τους δουλευτές της. Είναι γνωστό, εξάλλου το δίστιχο: «Αν γιορκήσει η Μεσαρκά, τρων μανάες τζιαι παιθκιά».
Πριν από κάμποσα χρόνια, τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς μας, όταν μεσουρανούσε το συγκρότημα καλλιτεχνών της Λύσης, το «ΣΥΚΑΛΥ», παρακολουθήσαμε την ηθογραφία του Μιχάλη Πασιαρδή «Στα χώματα της Μεσαρκάς». Πόσο είχαμε φορτιστεί συναισθηματικά τότε, παρακολουθώντας την αγωνία στα πρόσωπα των δουλευτών της γης για το αν θα βρέξει, πότε θα βρέξει.
Άμα έβρεχε, τα πρόσωπα όλων, μικρών και μεγάλων, άνοιγαν σε ένα πλατύ χαμόγελο ευδαιμονίας και άφατης ευφορίας. Η Μεσαορία θα ανταμείψει τους γεωργούς της πλουσιοπάροχα. Θα πάνε να ποτίσουν τα χωράφια τους, τη ζήση τους. Κι αυτά θα καρπίσουν πλούσια γεννήματα. Ο κάμπος θα γεμίσει χρυσοκίτρινα στάχυα. Σιτάρια μέχρι απάνω, που σαν ήμασταν παιδιά, παίζαμε κρυφτό, πριν τα θερίσουν.
Θυμάμαι πώς κάναμε με τα Πρωτοβρόχια. Από τα παιδικά μου χρόνια έχω κάποιες πολύ εναργείς εικόνες της χαράς που κάναμε σαν έπεφταν οι πρώτες σταγόνες της βροχής, μάλιστα μια φορά από τις αρχές Αυγούστου, έπιασε ένα μπουρίνι και τρέχαμε να κλείσουμε τα παράθυρα. Με θυμάμαι μικρό κοριτσάκι της πρώτης-δευτέρας Γυμνασίου, κάπου εκεί στα ΄67-΄68, να κλείνω τα παραθυρόφυλλα της καλής κρεβατοκάμαρας των γονιών μου, που είχαμε για τους ξένους, για να μην μπουν μέσα τα νερά και χαλάσει το καλό σκέπασμα με νήμα που ύφανε η μητέρα μου στον αργαλειό ολοκαίνουργιο. Πολύχρωμο λευκονοικιάτικο υφαντό της παράδοσής μας και της τέχνης αυτής που ξεκίνησε από τον 7ο π.Χ. αιώνα, από τα ειδωλολατρικά χρόνια, από τον οικισμό της Αγίας Κινούσας, εκεί που ήταν το ξωκλήσι της Αγίας Ζώνης, κοντά στην Περιστερωνοπηγή.
Πώς μύριζε το νοτισμένο χώμα, Θεέ μου, σαν έπεφταν οι χοντρές σταγόνες της βροχής! Πώς κυλούσε το νερό στους δρόμους.
Πώς μας φόβιζαν οι αστραπές και οι βροντές, και κουλουριαζόμασταν παιδιά κάτω από τα σκεπάσματα, γιατί στη φαντασία μας ο κακός νεφεληγερέτης Δίας έριχνε τους κεραυνούς του. Δεν ξέρω πώς, αλλά μικρή είχα την αίσθηση ότι σαν να γινόταν σύγκρουση μεγάλων βαρελιών στον ουρανό, κάθε φορά που άστραφτε ο ουρανός και βροντούσε.
Κι ύστερα, σαν ήταν καλοχρονιά κι ερχόταν ο ποταμός μας ο Κρυός από το βουνό, χείμαρρος ασφαλώς, πώς ακουόταν από πριν το βουητό του σαν ροβολούσε από τα ψηλά στα χαμηλά για να δροσίσει τη διψασμένη πεδιάδα. Τότε, ακουόταν η φωνή: «ήρτεν ο ποταμός», κι όλοι, μικροί και μεγάλοι τρέχαμε βιαστικά να πάμε στο γεφύρι του, εκεί στο καφενείο του Γιαννούξιου, για να χαρούμε το θέαμα του ποταμού που ερχόταν ορμητικός, παρασύροντας στο διάβα του κλαδιά και κάμποσα ξύλα.
Θαυμάζαμε και μέναμε εκστατικοί από τη δύναμη του νερού, από την αρχέγονη δύναμη της φύσης. Σαν είσαι παιδί, όλα αποκτούν τρομακτικές διαστάσεις και αποτυπώνονται στην ψυχή. Είναι ένα εξαίσιο συναίσθημα που μας ακολουθεί σε όλη τη ζωή μας.
Πάρα πολλές φορές, σε όλα τα χρόνια της καριέρας μου, έκανα με συναδέλφους ένα κουίζ: ρωτούσα σε ποιους αρέσει ο βροχερός καιρός. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι εμείς που μεγαλώσαμε στη Μεσαορία, κάθε φορά που είναι μουντός ο ουρανός και βρέχει, νιώθουμε άφατη αγαλλίαση, ενώ οι πιο πολλοί παθαίνουν κατάθλιψη. Αθάνατη γη της Μεσαρκάς! Μέχρι και για την καλή μας ψυχολογική κατάσταση έχεις τη συνεισφορά σου!