Γλώσσα-Ποίηση-Λογοτεχνία

Εψες σαν εθκιανευκουμουν στες σρατες σου τες ασπρες, ακουσα μιαν γλυτζιαν φωνη να βκαιννει που τους φραχτες. Χαρκουμεν’ο Καλλινικος που ψαλλει τ’ Αρκαντζελου, τζιο Ποππος συνοδευκει τον τζιαι στον Σωτηρον πασιν. Τζιαι το χωρκον εγεμωσεν κλουφουσιν οσοι θελουν, Τα δακρυκα τους βαλσαμον τζιαι η ψυσιη να πνασει. Μιτα μας πιντοθηκασιν πουρταν που το ζευκαριν, παππουες λεβεντογεροι, με αρκοντιαν τζιαι χαρην. Στ’Αι Φουκα τα χωματα τζιαι στην Αγια Ζωνη πονει στο βαθος η καρκια τα ποχασα εγιωνη. Παιδκιοι πολλοι να σιναχτουν οπως τα αλλα γρονια, να σπειρουν να θερισουσιν, σιταριν να γεμωσουσιν τους καμπους τζιαι τ’ αλωνια. Να φαμεν ουλλοι μας ψουμιν που τους δικους τους κοπους, να πα να τζιοινονισουμεν γεναιτζιες τζιαι αδρωπους. Ν’ ασπρισουμεν τους τοιχους μας να αννοιξη η καρκια μας να δουσιν ουλλοι αρκοντια τζιαι μεις τζιαι τα παιδκια μας. Δικλω ψηλα στον ουρανον τζιαι το σταυρο μου καμνω, να ζησω λιον στο χωρκον τζ’υστερα να πεθανω….

Πηγή: Δέσπω Λαουτάρη


  • Κοινοποιήστε: