ΛΥΚΕΙΟ ΛΑΤΣΙΩΝ
Συνέδριο με τίτλο «Ενδύεσθαι»
Τετάρτη, 4 Απριλίου 2012
Αίθουσα Πεύκιος Γεωργιάδης
Θέμα: «Η παραδοσιακή υφαντική τέχνη του Λευκονοίκου»
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου
«Λευκόνοικον, τα πρώτα σου να σου τα πω κλαμώντα
που’ σhιες την σπάστραν τζιαι τιμήν τζι άλλα πολλά προσόντα
εσού που τ’ άλλα τα χωρκά είσhες μιαν άλλην χάριν,
ήσουν μια αμματόπετρα, της Μεσαρκάς καμάριν».
Έτσι τραγούδησε την κωμόπολή μας, την κωμόπολη του Λευκονοίκου, ο λαϊκός ποιητής μας Αντώνης Αντωνίου.
Στημένο καταμεσής του κάμπου της Μεσαορίας, το Λευκόνοικο είχε για φόντο του τη φιγούρα του γέρο-Πενταδάκτυλου που τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού έστελλε το αεράκι του για να μας δροσίσει.
Ανάμεσα στα προσόντα του Λευκονοίκου ήταν και η υφαντική τέχνη που πήγαινε από μάνα σε κόρη. Τα «Λευκονοικιάτικα υφαντά», που οι χρυσοχέρες νοικοκυρές του Λευκονοίκου ετοίμαζαν με γούστο και μεράκι, στόλιζαν και ομόρφαιναν συνάμα ένα σπιτικό. Πρώτα οι πετσέτες καλοβαλμένες στον τοίχο. Μετά καρέκλες με όμορφα μαξιλαράκια από λευκονοικιάτικο υφαντό. Στον δίσκο ένα όμορφο δισκόπαννο, υφαντό λευκονοικιάτικο. Στο τραπεζάκι
ωραίο σιεμέν με τα πετσετάκια του. Στο υπνοδωμάτιο ωραίες κουρτίνες και κάλυμμα στο κρεβάτι ένα υπέροχο υφαντό του Λευκονοίκου. Στα τραπέζια απλώνονταν τα πολύχρωμα τραπεζομάντιλα. Μέσα στο σεντούκι μας ήταν οι υφαντές πετσέτες για την κουζίνα, τα ταϊστά, τα φακωτά, τα μεταξωτά, αυτά που η μάμα μου έκλαιγε πιο πολύ γιατί τα χάσαμε, και είναι πολύ δύσκολο να ξαναγίνουν. Πού να βρεθεί τόπος για να εκθρέψεις πια μεταξοσκώληκες!
Βεβαίως, πολλά από αυτά τα έχω κι εγώ στο σπίτι μου. Στο υπνοδωμάτιό μου, στο γραφείο μου, και κυρίως όταν έχω ξένους απλώνω τα τραπεζομάντιλα που μου έφτιαξε η χρυσοχέρα μανούλα μου που τα βλέπει και χαίρεται η ψυχή της. Έτσι, ο πολιτισμός του Λευκονοίκου μας ζει, και μέσω αυτού ζει και το Λευκόνοικό μας.
«Τι χρώματα, σε αρμονία! Ήταν ένα θαύμα εκείνα τα χρώματα!
Το λευκό του Λευκόνοικου
Το κόκκινο της φωτιάς
Το μπλε του ουρανού του βαθυγάλανου
Το πράσινο της χλόης του Μεσαρίτικου κάμπου
Το κιτρινωπό του χρυσού σταριού
Και πολλά ξόμπλια. Πόσα ξόμπλια…».
Εξ απαλών ονύχων έβλεπα τη γιαγιά μου τη Μαρή να κάθεται στη βούφα και να υφαίνει. Αυτή είναι μια πολύ γλυκιά εικόνα των παιδικών μου χρόνων. Σαν να ακούω ακόμα το τακ-τακ που έκανε το πέταλο. Καθόταν στη γη, πάνω σε υφαντά χαλιά, τα «πέφτζια», και τα πόδια της ήταν σε ένα σκαμμένο λάκκο κάτω από το χώμα του δωματίου. Γιατί αυτό ακριβώς ήταν η «βούφα» που προέρχεται από την αρχαία λέξη Υφή που σημαίνει ύφανση. Αποτελείτο από τέσσερεις στύλους
στερεωμένους στο δάπεδο και το στημόνι αναρτημένο στην οροφή, ενώ η υφάντρια ύφαινε καθισμένη σε σκαμμένο «λούκκο». Κι αν αναρωτιέστε, τον χειμώνα ήταν πολύ ζεστά και το καλοκαίρι πολύ δροσερά.
Σαν μεγαλώσαμε με τον αδελφό μου, και η μητέρα μου βρήκε περισσότερο χρόνο, έβαλε στο ένα από τα τέσσερα υπνοδωμάτια που είχαμε, που ήταν και πολύ μεγάλα, έναν αργαλειό. Περήφανος ο αργαλειός κρατούσε το μισό δωμάτιο, ενώ στο άλλο μισό ήταν το κρεβάτι για να κοιμάται η γιαγιά, όταν ήθελε στο σπίτι μας. Ο αργαλειός λεγόταν «αρκαστήρι», και ήταν κινητός οριζόντιος. Αρκαστήριν, από το ρήμα εργάζομαι, γιατί η ύφανση θεωρείτο μια από τις βασικότερες ασχολίες των γυναικών στο σπίτι.
Η μητέρα μου καθόταν πάνω σε ένα ξύλο-κάθισμα, που ασφαλώς κάλυπτε και πάλι με μαλακά ρούχα και ύφαινε. Θυμάμαι με τι δεξιοτεχνία πετούσε το «μακούτζι», τη σαίτα του αργαλειού, ενώ τα πόδια της έκαναν τις ανάλογες συγχρονιστικές κινήσεις!
«Με το πάτημα του ενός πατηδκιού κατεβαίνουν προς τα κάτω οι μισές κλωστές, έτσι ώστε δημιουργούν ένα κενό μεταξύ του συνόλου των κλωστών. Από το κενό αυτό η υφάντρα περνά κατά πλάτος το υφάδι (νήμα τυλιγμένο σε σαϊτα που λέγεται μακούτζιν). Πατώντας το δεύτερο πατήδι, οι άλλες μισές κλωστές κατεβαίνουν, ενώ οι πρώτες μισές υψώνονται. Έτσι οι κλωστές σταυρώνονται μεταξύ τους και με το νήμα του μακουτζιού. Για να στερεωθεί καλύτερα το κάθε ένα υφάδι, η υφάντρα το χτυπά με το χτένι, που κινείται μπροστά και πίσω».
Κύρια χρώματα στο λευκονοικιάτικο υφαντό είναι το κόκκινο, το μπλε, το πορτοκαλί, το κίτρινο, το πράσινο, το καφέ, το μπεζ συνδυασμένα σε διάφορες «μούστρες», όπως έλεγαν τις ρίγες, ανάλογα με τις δεξιότητες, την ικανότητα και το γούστο της κάθε υφάντρας. Γιατί αυτό είναι το χαρακτηριστικό των υφαντών του Λευκονοίκου: οι εναλλασσόμενες χρωματιστές ρίγες. Προσομοιάζουν σύμφωνα με ξένους μελετητές με υφαντά της Ανατολικής Μεσογείου και μάλιστα έχουν πολλές ομοιότητες με υφαντά των Δωδεκανήσων.
Δίπλα στον αργαλειό ήταν και η ανέμη, το «δουλάππιν», που η μάμα μου γύριζε στο ροδάνι το νήμα. Το ροδάνι είναι εργαλείο της κλωστουφαντουργίας που χρησιμεύει για να τυλίγεται σ’ αυτό η κλωστή. Όταν τέλειωνε ένα «κανί» με κόκκινο ή μπλε, άρχιζε άλλο χρώμα.
Πόσες φορές, κυρίως μεσημέρια καλοκαιριού, που η μάμα μου ξεκουραζόταν, δεν κάθισα για να παίξω στη βούφα! Περνούσα το «μαγκούτζι» μέσα στο χτένι και πατούσα τα «πατίθκια». Αν περνούσα το μακούτζιν από τα δεξιά, τότε πατούσα το δεξί πατίδι. Και το αντίστροφο. Ύστερα τραβούσα το χτένι προς τα μένα, με δύναμη, για να σφίξει το πανί. Όλο αυτό το παιχνίδι μου άρεσε.
Όμως, δεν είναι μόνο αυτό. Όλα τα υπόλοιπα είναι τα δύσκολα. Η όλη διαδικασία μέχρι να έρθει το πανί στον αργαλειό, μου φαινόταν ότι ήθελε πολλή υπομονή και όρεξη και χρόνο, που τότε δεν είχα, γιατί είχα τον νου μου στις σπουδές μου και στο μέλλον μου. Έτσι, όσο και να επιθυμούσε και η μητέρα μου να μάθω την τέχνη της, δεν τα κατάφερα, γιατί ήρθε η προσφυγιά και έμεινε ο αργαλειός στο σπίτι μας.
Όπως ανέφερα πιο πάνω, για να αρχίσει η υφάντρια να υφαίνει το πανί, χρειαζόταν αρκετή προεργασία. Πρώτα ετοίμαζε το νήμα και το κολλάριζε με αλεύρι διαλυμένο σε νερό ζεστό. Αυτή τη διάλυση την έλεγαν «ψήσιη» και τη διαδικασία «ψήσιασμα». Ακολουθούσε το «κάννισμα» με το δουλάπι και την ανέμη, πάνω σε κομμάτια χονδρού καλαμιού, ενώ το νήμα ήταν ακόμα βρεμένο.
Στη συνέχεια, τοποθετούσαν τα καννιά, με το ψησιασμένο νήμα, πάνω σ’ ένα ειδικό στενόμακρο ξύλο, που λεγόταν «δκιάστρα». Πάνω σ’ αυτή ήταν στερεωμένες μεγάλες βελόνες. Σε κάθε βελόνα στερεωνόταν κι ένα από τα καλάμια. Συρνόταν το βρεμένο νήμα πάνω σε παλλούκια που βρίσκονταν συνήθως στερεωμένα πάνω σ’ έναν τοίχο σ’ απόσταση πέντε μέτρων περίπου. Το αφήνανε εκεί για να στεγνώσει. Μετά το μάζευαν, το θήλιαζαν και το στερέωναν στην κάτζη. Ύστερα, το περνούσαν από το πισάντι, το έφερναν στο μονόβαρο, μετά στο μυτάρι και στο χτένι, και το στερέωναν μέσα στο αντί. Τότε, άρχιζε η ύφανση.
Μετά το ψήσιασμα κι ενώ περίμενε η υφάντρια να στεγνώσουν τα νήματα, άρχιζε το μασούρισμα με το δουλάπι και την ανέμη πάνω σε πολύ μικρά καλάμια, τα «μασούρκα». Αυτά τοποθετούνταν πάνω στο μακούτζι. Για την ύφανση των χρωματιστών υφασμάτων χρησιμοποιούνταν τόσα μακούτζια, όσα ήταν και τα χρώματα του υφαντού.
Όπως καταλαβαίνετε όλη αυτή η διαδικασία έχει μια κάποια δυσκολία!
Γι’ αυτό, ενώ τα παλαιότερα χρόνια, σχεδόν κάθε σπίτι είχε τον αργαλειό του, και η τέχνη τούτη πήγαινε από μάνα σε κόρη, στη δική μου γενιά σταμάτησε…Αργότερα, όταν ήρθαμε στα Λατσιά, η μητέρα μου αγόρασε από κάποια γυναίκα από τις ελεύθερες περιοχές ένα αρκαστήρι και συνέχισε την τέχνη της. Τώρα πια, όχι μόνο για να γεμίζει τα σεντούκια με προίκα, αλλά για να έχει μια απασχόληση και για να έχει ένα εισόδημα.
Πολλές χωριανές μας που την ήξεραν, αλλά και άλλοι σιγά-σιγά την έμαθαν και έρχονταν και αγόραζαν για να στολίσουν το σπίτι τους ή για να δώσουν δώρα σε ξένους φίλους ή, όπως μια χωριανή μας, για να δίνει δώρα σε ξένους πελάτες και συνεργάτες της εταιρείας του άντρα της. Βεβαίως, όλα αυτά για ελάχιστα χρήματα, που, όμως, τον πρώτο καιρό της προσφυγιάς μας, ήταν τονωτική ένεση.
Γι’ αυτό, η μητέρα μου ποτέ δεν μεμψιμοιρούσε για τον κόπο της που στην ουσία πήγαινε χαμένος, αλλά δοξολογούσε τον Θεό που η τέχνη που έμαθε, της έδωσε την ευκαιρία να ζει αξιοπρεπώς και να μην αναγκαστεί να βγει έξω να δουλέψει, όπως τόσοι πρόσφυγες, γυναίκες και άντρες που τα πρώτα χρόνια έγιναν το φτηνό εργατικό δυναμικό της Κύπρου, όπως είναι σήμερα οι μετανάστες… Έτσι, για τη μάμα μου, αλλά και για άλλες συγχωριανές μας, ίσχυσε η παροιμία «μάθε τέχνη κι άστηνε, κι άμα τη χρειαστείς πιάστηνε».
Στο Λευκόνοικο, τα τελευταία χρόνια, γνωστές για την υφαντική τους τέχνη ήταν τέσσερις αδελφές, οι Πογιατζίνες, που έμαθαν την τέχνη τους από τη θεία τους την Μπαλλεττού. Στο σπίτι τους τις επισκέπτονταν ντόπιοι και ξένοι αγοραστές, αλλά και μαθήτριες του Γυμνασίου μας για εκπαιδευτικούς
λόγους. Τόσο φημισμένα ήταν τα Λευκονοικιάτικα Υφαντά, που μέχρι και η βασίλισσα της Ρουμανίας με την κόρη της το 1927 πέρασαν από το Λευκόνοικο και αγόρασαν, μετά από σύσταση του τότε διοικητή της Αμμοχώστου κ. Ππόπα.
Γύρω στα 1970 οι γυναίκες του Λευκονοίκου ίδρυσαν έναν Συνεταιρισμό και πουλούσαν τα υφαντά τους, κυρίως σε τουρίστες που επισκέπτονταν το Λευκόνοικο για να γνωρίσουν την υφαντική τέχνη και να διασκεδάσουν με κυπριακούς χορούς και τραγούδια στο «Αγροτόσπιτο», τρώγοντας οφτόν κλέφτικο, πίνοντας κρασί, απολαμβάνοντας λουκουμάδες και τσιπόπιτα του Λευκονοίκου.
Οι ανυφανταρκές του Λευκονοίκου ένιωθαν μεγάλη ικανοποίηση και ευτυχία, όταν τελείωναν το υφαντό τους, και το καμάρωναν. Ήταν η χαρά της δημιουργίας. Βεβαίως, είχαν τα ξόμπλια τους, τα σχέδιά τους που χρησίμευαν ως πρότυπα, όμως, πάντα έκαναν παραλλαγές, δοκίμαζαν συνεχώς κάτι καινούργιο. Εκείνο που χαρακτηρίζει τα υφαντά μας είναι η χρωματική ποικιλία, οι έντονοι συνδυασμοί των χρωμάτων. Οι μεγάλες κάθετες ρίγες μπλε και κόκκινου που εναλλάσσονται με μικρότερες πράσινου, κίτρινου, πορτοκαλί, άσπρου, καφέ.
Καταληκτικά, τα υφαντά του Λευκονοίκου με την απαράμιλλη τέχνη τους μάς ταξιδεύουν στα προχριστιανικά χρόνια, όπου υπήρχε ένας ειδωλολατρικός συνοικισμός έξω από το Λευκόνοικο. Μόλις ήρθε ο χριστιανισμός, οι κάτοικοι θέλησαν να ξεφύγουν απ΄ όσα τους θύμιζαν το παρελθόν, κι έτσι μετακόμισαν λίγο πιο κάτω. Μαζί τους πήραν και την υφαντική τους τέχνη με την έντονη χρωματική ποικιλία. Ήταν μια πανδαισία χρωμάτων σε ριγέ και καρό συνδυασμούς. Αυτή η τέχνη έφτασε μέχρις σ’ εμάς, και είμαστε πολύ
περήφανοι που μπορούμε να αφήσουμε κληρονομιά στα παιδιά μας τα υφαντά της γιαγιάς τους.
Έτσι, το Λευκόνοικό μας συνεχίζει να υπάρχει μέσα στις καρδιές μας και μέσα στα σπίτια μας!