Νέα

Nicos Kettiros

14 Αυγούστου, 2020

«Κι αν πεινάνε κι εδώ, όπως παντού, είναι γιατί πλαστήκανε φτωχοί και πρέπει τ’ αφεντικά να ορίζουνε τον κάμπο, ίσαμε που ν’ αλλάξουνε τα πράματα. Κι ο καθένας χωριάτης να ορίζει μαζί με τους άλλους τον κάμπο, που να μην είναι ωστόσο δικός τους. Γιατί αλλιώς θα τους πνίξει και θα τους κάνει αφεντικά…»
Είναι ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Λουκή Ακρίτα, Ο Κάμπος (1936). Λίγο προηγουμένως ο συγγραφέας είχε περιγράψει όσο πιο γλαφυρά γίνεται την ευτυχία των ανθρώπων του Κάμπου της Μεσαρκάς για το αναμενόμενο γιόρκισμα. Η ευφορία της γης, οι βροχές, η καλλιέργειά της.
Κι όμως οι άνθρωποι της Μεσαορίας, και τότε αδικημένοι και τώρα αδικημένοι. Τότε γιατί πλαστήκανε φτωχοί και δεν είχαν δικαίωμα να ορίζουνε το βιός τους. Τα αφεντικά ορίζανε τον Κάμπο.
Τώρα, γιατί το βιός τους το βλέπουν από μακριά. Οι μυρωδιές της Μεσαρκάς το μόνο αίσθημα που προκαλούν είναι αναμνήσεις, θλίψη, απόγνωση. Ε, δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν οι άνθρωποι της γης, οι άνθρωποι που τάιζαν την Κύπρο ολόκληρη, με στάρι και ευλογημένο ψωμί, να συνεχίζουν να είναι πρόσφυγες στους συνοικισμούς, Πολλοί απ΄αυτούς χωρίς μια σπιθαμή γης. Και να συγκινούνται όποτε βρέξει γιατί θα έρθει στα ρουθούνια τους η μυρωδιά του νερού, η μυρωδιά του χώματος, η μυρωδιά της Μεσαρκάς.
Η πρώτη μου επαφή με τον Κάμπο ήταν πριν λίγα χρόνια. Από ένα ύψωμα κοντά στο Μοναστήρι της Αγίας Ειρήνης βόρεια της Ξυλοτύμπου. Ήτανε βράδυ και ένας φίλος με πήγε εκεί για να μου δείξει τις ρίζες μας. Πραγματικά, εδώ δυσκολεύομαι να βρω τις λέξεις που μπορούν να περιγράψουν το συναίσθημα. Ένα μεγαλείο. Από την Κοντέα, το πρώτο χωριό που φαινόταν στα νότια, μέχρι την πόλη της Αμμοχώστου. Φώτα παντού. Το βράδυ, μου είπε ο φίλος, είναι πιο εύκολο να ξεχωρίσεις τα χωριά της Μεσαορίας. Και ήταν αλήθεια. Άρχισε να μου τα απαριθμεί. Ένα προς ένα. Και αυτά που φαίνονταν και αυτά που ήταν λίγο πιο μακριά και δεν μπορούσε να τα δει κάποιος. Πίσω από το λόφο είναι ο Άγιος Σέργιος. Λίγο πιο μακριά η Ακανθού. Τα φώτα που φαίνονται εκεί στο βάθος μακριά, είναι του Λευκονοίκου. Και ξανά πίσω στην αρχή. Είδες τη Λύση; Κολλημένη δίπλα, η Βατυλή. Πιο κάτω η Άσσια. Δεν είχε τελειωμό εκείνο το βράδυ. Μύριζε Μεσαορία… Μύριζε Ο Κάμπος…
Είναι αυτή η γη που μέχρι την εισβολή την πότιζαν με ιδρώτα οι παππούδες μας, οι γονείς μας. Όσοι πρόλαβαν να την ζήσουν, όσοι πρόλαβαν να την γευτούν. Τώρα η γεύση και η μυρωδιά της, είναι πικρές.
Μεσαορία γη άξιον τέκνων δημιουργών ποιητών λαϊκών ζωγράφων τραγουδοποιών, ανθρώπων του πνεύματος. Στο Λευκόνοικο περηφανεύονται για τον Βασίλη Μιχαηλίδη, στο Πραστειο για τον Γλαύκο Αληθέρση, στη Λύση για τον Παύλο Λιασίδη και τον Κωστή Κωστέα του ΣΥΚΑΛΥ, στην Άσσια για τον Μιχαήλ Κάσιαλο, στην Κοντέα για τον Χαμπή Τσαγκάρη και τον Τεύκρο Ανθία. Σίγουρα θα άφησα πολλούς πίσω και απολογούμε. Θα ήθελα σε κάποια στιγμή να τους καταγράψω όλους, να τους διαβάσω όλους, να τους γνωρίσω όλους.
Η Μεσαορία, ανήκει σε εμάς. Τους χωριάτες, κατά τον Λουκή Ακρίτα, που ήθελαν να ορίζουν τον Κάμπο τους. Κανένας προβληματισμός στα μυαλά μας. Κανένας λαοπλάνος δεν μπορεί να μας ξεκόψει από τις ρίζες μας. Τούτη η γη στον λαό της ανήκει. Και δεν θα την χαρίσουμε σε κανένα.
Τους προβληματισμούς και τις ευφάνταστες ιδέες τους για δυο κράτη και διχοτόμηση ας τα αφήσουν για τους εαυτούς τους. Και ας προβληματιστούν οι ίδιοι, πως κατάντησαν έτσι.

  • Κοινοποιήστε: