Ήρωες

Ελληνίδες και Έλληνες της ημικατεχόμενης Κύπρου,

Πως μιλούν για ήρωες 46 Ιούληδες μετά την ανείπωτη τραγωδία, μετά από εκείνον τον Εφιάλτη, μετά από εκείνη την κόλαση που φόρτωσε τις ψυχές, τα μάτια και τα χέρια με ένα σκοτάδι τόσο βαθύ ίσαμε το μπόι του θανάτου;
Με ποιο γλωσσάρι μιλούν για ήρωες 46 χρόνια μετά από εκείνη την Σταύρωση που δεν την ακολούθησε καμιά Αποκαθήλωση; Καμιά δίκαιη Αποκαθήλωση;

Είναι μεγάλο πρόβλημα να μιλάς για ήρωες το 2020…

Έρχονται στη μνήμη μας σήμερα οι αρχάγγελοι της αγχόνης: Χαρίλαος Μιχαήλ, Αντρέας Ζάκος, Ιάκωβος Πατάτσος. Αντάμωσαν την ΑΘΑΝΑΣΙΑ την 9η Αυγούστου του 1956.

Οκτώ μήνες μετά την έναρξη του Απελευθερωτικού Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α,
μετά την απόφαση του κυπριακού ελληνισμού να αποτάξει από τον κόρφο του
τα χνώτα του βρεττανικού λέοντα της αποικιοκρατίας και να αγωνιστεί για την Λευτεριά και την Ένωση με τη μητέρα Ελλάδα , στις 15 Δεκεμβρίου 1955, η ομάδα ανταρτών της Γαληνής και η ομάδα του Μάρκου Δράκου «Ουρανός», οργάνωσαν από κοινού ενέδρα, με σκοπό να πλήξουν στρατιωτική αυτοκινητοπομπή των αποικιοκρατών.

Η ενέδρα στήθηκε στην τοποθεσία Μερσινάκι της Γαληνής, στο 38ο μίλι του δρόμου Λευκωσίας – Πόλεως Χρυσοχούς, μεταξύ αρχαίας Αίπειας και αρχαίων Σόλων.

Ενώ έκαναν τις σχετικές προετοιμασίες και ανέμεναν την άφιξη του στόχου, εμφανίστηκε ένα στρατιωτικό τζιπ και άρχισαν να βάλλουν εναντίον του. Σε αυτό επέβαινε ένας βρετανός ταγματάρχης, ονόματι Μπράιαν Κούμπ.
Κατά την σύγκρουση έπεσε νεκρός ο Ήρωας Χαράλαμπος Μούσκος και ο βρετανός οδηγός του ταγματάρχη, δεκανέας Μόρουμ. Ο εισκοσιτετράχρονος Ανδρέας Ζάκος από τη Λεύκα τραυματίστηκε σοβαρά και ο συμπολεμιστής και φίλος του Χαρίλαος Μιχαήλ από τη Γαληνή, δεν τον εγκατέλειψε αλλά έμεινε εκεί προσπαθώντας να τον σώσει.

Ας σταθούμε λίγο σε αυτή την εικόνα, τη συγκλονιστική. Ο Αντρέας τραυματισμένος και ο Χαρίλαος παρόλο που έχει την επιλογή να διαφύγει, μένει εκεί προσπαθώντας να τον σώσει. Τι μεγαλείο Θεέ μου! Τα εικοσιένα του χρόνια κατάφεραν να αντιστοιχίσουν μέσα στο καταχείμωνο, μέρα της γιορτής του Αγίου Ελευθερίου όλη την άνοιξη της Ανθρωπιάς . Τι γάλα άραγε τον πότισε η μάνα του η Αφροδίτη; Με τι βλέμμα τον κοίταζε ο πατέρας του ο Μιχάλης και μεγάλωσαν τέτοιο παλλικάρι με σκέψη ανίκανη να γεννήσει το δίλημμα «να φύγω ή να μείνω;». Έμεινε. Δυστυχώς όμως ο εμπειροπόλεμος βρετανός αξιωματικός κατάφερε να συλλάβει τους δύο αγωνιστές.

Ο Μάρκος Δράκος, ευτυχώς κατάφερε να διαφύγει και να συνεχίσει την δράση του, σε άλλες επιχειρήσεις της ΕΟΚΑ. Μαζί του διέφυγαν και άλλοι τέσσερις αντάρτες.

Τη σύλληψή τους ακολούθησε η καταδίκη τους σε θάνατο με απαγχονισμό.

Μαζί τους θα απαγχονιζόταν και ο εικοσιδιάχρονος Ιάκωβος Πατάτσος από την Λευκωσία.

Ο Ιάκωβος, στις 23 Απριλίου 1956 ανέλαβε με το συναγωνιστή του Γεώργιο Παλαιολόγο την εκτέλεση ενός προδότη αστυνομικού, εναντίον του οποίου έγινε και προηγουμένως ανεπιτυχής απόπειρα. Η επίθεση έγινε έξω από τον κεντρικό αστυνομικό σταθμό Σεραγίου Λευκωσίας. Η προσπάθεια απέτυχε και ο Ιάκωβος, που έπεσε από το ποδήλατό του βρέθηκε στο στόχαστρο Τούρκου ειδικού χωροφύλακα. Δεύτερος Τούρκος αστυνομικός, ο Νιχάτ Βασίφ, άρπαξε τον Ιάκωβο, οπότε ο Παλαιολόγος πυροβόλησε θανάσιμα τον Νιχάτ και τον ελευθέρωσε. Στη συνέχεια όμως το πλήθος των Τουρκοκυπρίων που προσέτρεξε τον ακινητοποίησε και συνελήφθη. Ο Παλαιολόγος κατέφυγε στο αντάρτικο και ο Πατάτσος κατηγορήθηκε για την εκτέλεση του Νιχάτ.
Και πάλι εδώ το μεγαλείο. Ο Ιάκωβος αρνήθηκε να κατονομάσει τον συναγωνιστή του ως εκτελεστή του Νιχάτ. Πιστός στον όρκο της ΕΟΚΑ που τον είχε δώσει βάζοντας το χέρι του απάνω στο ιερό Ευαγγέλιο , με πλήρη συναίσθηση του τι θα ακολουθούσε και με νωπή την μνήμη των πρώτων εκτελέσεων οι οποίες είχαν συντελεσθεί τρεις μήνες προηγουμένως στις 10 Μαϊου 1956, υψώθηκε κι αυτός πέφτοντας από την φρικτή καταπακτή.
Και μόνο η δήλωση πως ο Χαρίλαος, ο Αντρέας και ο Ιάκωβος απαγχονίστηκαν προκαλεί συγκλονισμό. Η γνώση όμως της πορείας προς την αγχόνη μέσα από τις λέξεις που είπαν ή έγραψαν προσθέτει στον συγκλονισμό το δέος.

Ποιος μπορεί να μη θαυμάσει τη δύναμη της ψυχής αυτών των τριών παλλικαριών την πλημμυρισμένη από Θεό και πίστη για το δίκαιο του αγώνα ;

Κι είναι μέγα μυστήριο, που θα μείνει εις τους αιώνες των αιώνων άλυτο:

“Πώς χώρεσαν τόσες οργιές Αθανασία σε μια τόση δα αγχόνη;” (Ε.Σιούφτα)

«Όσες φορές πήγα κοντά του είχε πάντοτε το χαμόγελο στα χείλη σαν κάτι ευχάριστο να περίμενε.Ήτο λιγομίλητος και δεν εφαίνετο ούτε σκεπτικός ούτε και σκυθρωπός. Είμαι βέβαιος ότι με το ίδιο χαμόγελο ανήλθε και στην αγχόνη», αναφέρει στο βιβλίο του ο ιερέας των κεντρικών φυλακών Παπαντώνιος Ερωτοκρίτου μιλώντας για τον Χαρίλαο Μιχαήλ.

“Χαμόγελο και αγχόνη.
Χαμόγελο και θάνατος.
Σχήμα οξύμωρο αν δεν είσαι Έλληνας.
Μα αυτοί ήταν Έλληνες .”(Ε.Σιούφτα)

Γράφει ο Χαρίλαος στους γονείς του δυο μέρες προτού εκτελεσθεί:

«Όταν θα διαβάζετε το γράμμα μου αυτό , εγώ θα έχω σβήσει για πάντα από τη ζωή.
Μη νομίσετε όμως ότι αυτό με λυπεί. Απεναντίας επειδή γνωρίζω για ποιο σκοπό θα εκτελεσθώ αισθάνομαι τον εαυτόν μου ισχυρόν και γαλήνιον και είμαι έτοιμος να τα αντιμετωπίσω όλα με αφάνταστη ψυχραιμία. Τι κι αν ζήσω 50 και 60 χρόνια, πάλι θα πεθάνω και μάλιστα άδοξα.Δεν θέλω να λυπάστε καθόλου για μένα.Έχετε πολλά παιδιά και δεν πρέπει να λυπηθείτε που θα θυσιάσετε ένα για τη Λευτεριά της Κύπρου μας.»
«Αγαπητέ πατέρα», γράφει προς τον πατέρα του ο Αντρέας Ζάκος στις 7 Αυγούστου του 1956, «αφού είμαστε Χριστιανοί πιστεύουμε στην Ουράνια Βασιλεία και δεν πρέπει να μας φοβίζει ο θάνατος. Εξάλλου εμείς έχουμε το πλεονέκτημα να ξέρουμε την ώρα του θανάτου μας και έτσι να προπαρασκευασθούμε. Σας παρακαλώ λοιπόν μην θλίβεσθε…».

Την παραμονή του θανάτου του γράφει στον αδελφό του Γεώργιο: «Αγαπητέ αδελφέ, όταν πάρεις το γράμμα μου αυτό, θα έχω φύγει για πάντα. Υπάρχει κανείς που θα μείνει; Η ώρα του θανάτου πλησιάζει, μα στην ψυχή μας φωλιάζει η ηρεμία. Τη στιγμή αυτή ακούμε την Ηρωική Συμφωνία του Μπετόβεν. Στη θέση που βρισκόμαστε τώρα ούτε με το μικροσκόπιο δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε, πού υπάρχει η τραγωδία στον θάνατο. Τότε μόνο θα αισθανόμουνα λύπη, αν ήξερα ότι θα μπορούσα να μείνω για πάντα νέος κι αθάνατος, όταν απέφευγα την εκτέλεση. Νομίζω όμως ότι μόνο με την εκτέλεση θα μπορέσω να μείνω πάντα νέος κι αθάνατος. Πρώτα ή ύστερα πρέπει να διαθέσω τη ζωή μου. Δεν βλέπω πιο κατάλληλη περίσταση από την τωρινή, για να το κάνω».

Πλήρως συγχρονισμένη η καρδιά του Ιάκωβου με τις καρδιές των συναγωνιστών και εν Χριστώ αδελφών του, Χαρίλαου και Ανδρέα ,οδηγεί το χέρι του που γράφει προς την αγαπημένη του μητέρα στις 8 Αυγούστου 1956:

«Αγαπημένη μου μητέρα, Χαίρε. Ευρίσκομαι μεταξύ αγγέλων. Τώρα απολαμβάνω τους κόπους μου. Το πνεύμα μου φτερουγίζει γύρω από τον θρόνον του Κυρίου. Θέλω να χαίρεις όπως κι εγώ. Αν κλαίεις θα λυπούμαι. Το όνομά σου θα γραφεί στην ιστορία, γιατί εδέχθης να θυσιασθεί το παιδί σου για την Πατρίδα. Είναι καιρός τώρα να καμαρώσεις το παιδί σου. Ευρίσκεται εκεί ψηλά όπου ψάλλουν οι αγγέλοι. Χαίρε αγαπημένη μου μητέρα. Μην κλαίεις για να ακούσεις την αγγελική φωνήν μου να ψάλλει Άγιος Άγιος Κύριος Σαβαώθ. Ψάλλε και συ μαζί μου.

Ψάλλε, προσεύχου και δόξαζε τον Θεόν σ’ όλην σου την ζωήν».

Μόνο να υποθέσουμε μπορούμε πως ένιωθαν οι αγαπημένοι γονείς, τα αγαπημένα αδέλφια όταν κρατούσαν στα χέρια τους, τα τελευταία γράμματα.

Μόνο να υποθέσουμε μπορούμε το μέγεθος της συντριβής στο άκουσμα της είδησης της θυσίας τους. Γιατί,

Εμείς; Τι είμαστε εμείς;

Μπορεί να το διαβάσουμε με θλίψη (πολλή; Καλά, πολλή),
μπορεί να το συζητήσουμε με πόνο (αν και πόσο καιρό κι αυτό;)
μπορεί — οι πιο ευαίσθητοι — να τ᾽ αγρυπνήσουμε (αν και πόσες νύχτες;)
μα τίποτ᾽ άλλο.
Όλα τ᾽ άλλα είν᾽ της μητέρας του παιδιού.(Κώστας Μόντης)
Κι έρχεται η ώρα της εκτέλεσης.

Οι κρατούμενοι προσπαθούν να εμψυχώσουν τα τρία παλληκάρια κραυγάζοντας συνθήματα για τον Διγενή , τον Μακάριο και την ΕΟΚΑ, τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια, έτσι όπως πορεύονται από το διαμέρισμα εφτά των Κεντρικών Φυλακών, όπου κρατούνταν, μέχρι το ικρίωμα. Ανεβασμένος ψηλά στο παράθυρο του κελλιού του, ο μελλοθάνατος Ανδρέας Παναγίδης έδιδε το σύνθημα για το τραγούδι : «Βάστα , καημένε μου ραγιά», το οποίο ακούστηκε πολλές φορές.

Από τον χώρο της αγχόνης η φωνή του Πατάτσου ψάλλει.

“Έκστηθι φρίττων ουρανέ, καί σαλευθήτωσαν, τά θεμέλια τής γής· Ιδού γάρ εν νεκροίς λογίζεται, ο εν υψίστοις Θεός, καί τάφω σμικρώ ξενοδοχείται· όν Παίδες ευλογείτε, ιερείς ανυμνείτε, Λαός υπερυψούτε, εις πάντας τούς αιώνας”

Το «ότε κατήλθες προς τον θάνατον» μένει μεσίστιο στα χείλη.Δεν προλαβαίνουν να το πουν. Τετέλεσται.
Μα είναι ήδη εκεί η Αθανασία και υποδέχεται σώματα πια ελευθερωμένα από τα εγκόσμια δεινά . Έχει απλώσει τα χέρια της για να αγκαλιάσει

Τρεις Ήρωες πια.

Ο γιος του Αντρέα και της Ροδούς και αδελφός της Χλόης,
Ο γιος του Χαρίλαου και της Αφροδίτης και αδελφός του Γιώργου, του Αδόλφου, της Αστέρως και της Ευρούλας
Ο γιος του Μιχάλη και της Αφροδίτης και αδελφός του Γιάγκου, του Χαμπή, του Ηλία, του Αντρέα και της Μαρίας,
Έγιναν γιοι πια και αδέλφια ενός ολόκληρου λαού.
Ενός λαού που δεν τον γονάτιζαν οι φυλακίσεις, τα βασανιστήρια , οι εκτελέσεις, τα κκέρφιου, οι ταπεινώσεις.
Ενός λαού που πήρε την τύχη του στα χέρια του εκείνη την Πρωταπριλιά του 1955.
Γιατί ευτυχώς, το αίμα το ελληνικό ,
«δεν παίρνει οδηγίες απ’ το μυαλό,
ευτυχώς που μονάχα με την καρδιά έχει να κάνει,
που η καρδιά το κινεί,
γιατί ποιος ξέρει τι τσιγγουνιές εκείνο θα μας έκανε,
τι υπολογισμούς στις πιο κρίσιμες στιγμές
όταν θά ‘πρεπε οπωσδήποτε να βάψουμε την άσφαλτο
κόκκινη,
όταν θά ‘πρεπε οπωσδήποτε να πιτσιλλίσουμε τους
τοίχους κόκκινους.»

( Κώστας Μόντης, Κυπριακή επανάσταση , 1962 )

Ναι, και μόνο η δήλωση πως ο Χαρίλαος, ο Αντρέας και ο Ιάκωβος απαγχονίστηκαν προκαλεί συγκλονισμό. Η γνώση όμως της πορείας προς την αγχόνη προσθέτει στον συγκλονισμό το δέος. Και το δέος, γεννά το χρέος.
Χρέος να μην ξεχάσουμε. Όσο μπορούμε να τους μοιάσουμε κι αν μας ευλογήσει ο Θεός να κάνουμε ότι έκαναν κι αυτοί: Να δώσουμε ακόμη και τη ζωή μας αν χρειαστεί για να δούμε την πατρίδα Λεύτερη.

Ζούμε σε μια ημικατεχόμενη πατρίδα.
Με τις σημαίες να κυματίζουν ανάποδα,
Με τις σημαίες να σημειώνουν σηψαιμία» (Δώρος Λοϊζου)
Ο βάρβαρος εχθρός , μας κοιτάει ειρωνικά, θρασύς και αμείλικτος όπως πάντα.
Κι εμείς κοιτάμε αμήχανα ο ένας τον άλλο.
Προσπαθούν να μας πείσουν πως τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε.
Πως αποφασίζουν οι άλλοι για μας.
Πως η μοίρα μας είναι καθορισμένη.
Πως είμαστε καταδικασμένοι.
Όχι.Χίλιες φορές, όχι!

Αν είναι κάτι που μας έμαθε εκείνος ο υπέροχος αγώνας του 1955-59 είναι αυτό:
Όσο υπάρχει πίστη , θέληση μα προπαντός ενότητα και ομοψυχία όλα μπορούν να γίνουν.
Αγχόνες στήνουν και σήμερα. Να απαγχονίσουν τη μνήμη .Μα δεν θα τους αφήσουμε.
Γιατί ετούτο το γλωσσάρι-αγχόνη που μας κουβάλησαν τα δισέγγονα του Εφιάλτη,
Θα το σκορπίσουν οι νεκατωμένοι αέρηες του Λιασίδη,
Θα φάει τον πάτσον τζαι τον κλώτσον του Μόντη
Θα καταλυθεί σαν το ινίν του Βασίλη Μιχαηλίδη
Θα το κάψουν τα χέρια της Ελένης Φωκά
Θα το θάψουν κάτω από το χώμα τους ο Μαχαιράς κι ο Πενταδάκτυλος
Θα του τσακίσουν τα κόκκαλα των ηρώων μας τα βλέμματα

Γιατί το ‘χει η φυλή μας αγονάτιστη
Απ’ την οδύνη και τον κίνδυνο ν’ αρπάζεται με θάρρος,
Να κλείνει την ζωή της σ’ ένα φάκελο μικρό,
που να χωράει στην τσέπη μιας μαθητριούλας
στον προβολέα ενός ποδηλάτου,
στη ράχη ενός βιβλίου,
και να γράφει με κόκκινο μελάνι τη διεύθυνση:
Οδός Απελευθέρωσης
Οδός Απελευθέρωσης
Χωριά και Πόλεις
Κύπρον
Αιωνία τους η μνήμη.

 

Ελένη Σιουφτα


  • Κοινοποιήστε: