Aftodioikisi.com
18 Αυγούστου, 2019
Σκεφτόμαστε πολλές φορές ότι δεν πήραμε σχεδόν τίποτα μαζί μας, φεύγοντας, πριν από 45 χρόνια από το σπίτι μας.
Όμως, και πάλι, τι να πρωτοπάρεις από τα γεμάτα φίσκα ερμάρια, τα πουρό, τα σεντούκια, τις ασημοθήκες, τις αρμαρόλλες, τις βιτρίνες, τα σύνθετα… Τυχαία μιλά το λαϊκό άσμα του Μιχάλη Βιολάρη, για την προίκαν της Λευκονοιτούς;
Τι να πρωτοπάρεις, άμα οι γιαγιάδες και οι μανάδες για όλη τους τη ζωή ύφαιναν ολονυκτίς τα λευκονοικιάτικα υφαντά μας, τα πολύχρωμα στολίδια του σπιτικού μας; Τι να πρωτοπάρεις από τα καντζιελλωτά, τα μεταξωτά, τα ταϊστά, τα ττάφταινα, τα κάμπρενα, τα μάλλινα σεντόνια, ή τα τραπεζομάντιλα, τους σιεμέδες και τα πετσετάκια που κεντούσαν ολημερίς για την προίκα της κόρης/των κόρων και της νύφης/των νύφων; Και ξόμπλια, πολλά ξόμπλια! Ασυναγώνιστα!
Τι να πρωτοπάρεις από τα κεντήματα με το βελονάκι και με το βελόνι. Αιθέριες δαντέλες! Εκείνα για τα οποία έχω λατρεία κυριολεκτικά, μετά από τα μεταξωτά μας, είναι τα τραπεζομάντιλα, τα σεντόνια, οι φάκελοι, οι μαξιλαροθήκες που κεντούσε με την απαράμιλλη τέχνη της η μ. η Φωτίκκα, εμβληματική μορφή της κωμόπολής μας, φημισμένη για τις δουλειές, τα φαγητά, τα γλυκά και τα κεντήματά της. Από τη δεκαετία του 1930 έφερνε σαντιγύ από τα ζαχαροπλαστεία της Λευκωσίας για να φτιάξει τα γλυκίσματά της.
Όποτε ερχόταν επίσημος προσκεκλημένος στον Δήμο και το Γυμνάσιό μας, που έρχονταν συχνά, ή ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ή ο Πρέσβης της Ελλάδος, ή κάποιος Υπουργός, όπως ο μ. ο Σπυριδάκης, ή ο Προέδρος της Βουλής, ο αείμνηστος Γλαύκος Κληρίδης, ή ο μ. ο Γιωρκάτζης με τον μ. Τάσο Παπαδόπουλο, αυτή ήταν επικεφαλής για την περιποίησή τους. Αξέχαστη ήταν η διακόσμηση με λουλούδια που έκανε στα τραπεζομάντιλά της, όπως θυμούνται οι κόρες της, η Κίκα και η Μάρω.
Η Φωτίκα ήταν αδελφική φίλη του παπά μου, και είχαν συμφωνήσει να την παίρνει ο παπάς μου δωρεάν με το αυτοκίνητό του στη Λευκωσία, όποτε ήθελε, αλλά εκείνη θα μου ετοίμαζε προίκα με όλα αυτά τα θαυμαστά που έφτιαχναν τα χέρια της. Μάλιστα, εκτός από το κέντημα, στα λινά της έβαζε και κοπτά λευκαρίτικα αλλά και με το βελονάκι ή το βελόνι. Το σιδέρωμά της δε, ήταν κάτι το ασύλληπτο. Τα έδινε στον παπά μου και τα έφερνε στο σπίτι με ευλάβεια και δέος, μην τυχόν και τσαλακωθούν.
Τι να πρωτοπάρεις από εκείνα τα εξαίσια είδη πορσελάνης που φύλαγαν οι γιαγιάδες και οι προγιαγιάδες μας; Αυτά βλέπω για 45 χρόνια στον ύπνο μου. Ονειρεύομαι αυτά τα φυλακτά και τους θησαυρούς που μας έκλεψαν, μας διαγούμησαν και μας άφησαν μόνο να τα θυμόμαστε και να πονάμε. Φλυνζανάκια κινέζικα, πιατάκια, πιατέλλες, ποτήρια με περίτεχνα σχέδια, και τόσα άλλα όμορφα πράγματα που είναι δεμένα με τα χρόνια εκείνα της χαράς μας.
Τι να πρωτοπάρεις από ασημικά; Εκείνες οι γαλάτες που κρέμαγαν τις χρυσές λίρες οι γιαγιάδες μας στον γάμο τους πάνω από το νυφικό τους! Και όσο πιο πλούσια η νύφη, τόσο πιο πολύ φορτωμένη ήταν η γαλάτα από χρυσές λίρες, δυο και τρεις σειρές! Όμως, τότε στον πόλεμο του ’40, όπως έλεγαν, πολλές γυναίκες, ανάμεσα στις οποίες και η γιαγιά μου η Μαρή, έδωσαν τις γαλάτες με τις χρυσές λίρες τους στον έρανο για την Ελλάδα μας, μαζί με τις βέρες και τα δακτυλίδια τους. Τόση ήταν η αγάπη για τη Γαλάζια Πατρίδα μας!
Τι μπορούσε να πάρει η μακαρίτισσα η Ναταλία Χαραλάμπους, ξαδέλφη της Φωτίκας, απόφοιτος του Αρσακείου Αθηνών, κόρη πλούσιου έμπορα, του Στασή του Πάμιατζιη με το νάμιν, και αδελφή του Παναγιώτη, του μπον βιβέρ της εποχής, του γαλαντόμου και ανοικτοχέρη, που έφερε την πρώτη κούρσα στο Λευκόνοικο, ένα ανοικτό αυτοκίνητο από τα πρώτα που κυκλοφόρησαν στην Κύπρο τη δεκαετία του 1940; Τι μπορούσε να πάρει από τα περσικά χαλιά, τους πολυελαίους, τους αμφορείς, τα ασημικά και τις πορσελάνες της, αλλά και τα κρύσταλλα που ήταν γεμάτο το αρχοντικό τους; Ως και τις χρυσές λίρες που είχε στην κάσα του ο πατέρας της, φεύγοντας τις έθαψε στο χώμα. Γι’ αυτό και οι Τούρκοι, ξέροντας από χρόνια πριν για τον θησαυρό, κατεδάφισαν το αρχοντικό τους, και, σκάβοντας, τον βρήκαν.
Οι ίδιοι οι Τούρκοι και οι Τουρκοκύπριοι των γύρω χωριών που πήραν μέρος στο πλιάτσικο, παραδέχτηκαν ότι βρήκαν τεράστια προίκα και πολλά βιβλία, τα οποία βέβαια, έκαναν στοίβες και τους έβαζαν φωτιά, σύμφωνα με μαρτυρία του παππού στη γειτονιά μας, του Κυριάκου του Χοίρα, που τους έβλεπε να πετάνε χωρίς σεβασμό τα βιβλία στη μικρή πλαταιούλα που είχε τη φουντάνα απέναντι από το σπίτι μας και να τα καίνε. Προηγήθηκαν, σύμφωνα με την ίδια μαρτυρία, τα φορτηγά που γέμισαν με τα ηλεκτρικά είδη που τα μοσχοπούλησαν οι Αττίλες στα απέναντι παράλια.
Τι μπορούσαμε, λοιπόν, να πρωτοπάρουμε από όλα τα αγαθά μας; Ευτυχώς που ήρθαμε σώοι και αβλαβείς. Τι να πουν όσοι έχασαν ψυχές;