Παρουσίαση Βιβλίου
Βικτώριας Χίσλοπ
«Η Ανατολή»
Εκδόσεις Διόπτρα
Αθήνα, 2014
Της Ζήνας Λυσάνδρου-Παναγίδη
Φιλολόγου, MSc
Σκέπτομαι πόσο γι’ άλλη μια φορά πιαστήκαμε κορόιδα από ξένους που εμπορεύονται τον πόνο και την οδύνη μας για την κατεχόμενη γη μας.
Επιπλέον, καθώς διάβαζα το νέο πολυδιαφημισμένο, πριν καν εκδοθεί, μυθιστόρημα της Βικτώρια Χίσλοπ «Η Ανατολή», μου έρχονταν στο μυαλό συνεχώς οι στίχοι από το επίγραμμα του εθνικού μας ποιητή:
«Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ και αγαπημένε.
Πάντα ευκολόπιστε και πάντα προδομένε”.
Αυτό είναι ένα μυθιστόρημα που συγκίνησε τους Αμμοχωστιανούς, χωρίς να το διαβάσουν. Ανάμεσα σ’ αυτούς που κατέκλυσαν την Πύλη Αμμοχώστου ήμουν κι εγώ, κινούμενη ολοκληρωτικά από το συναίσθημα ότι ένα μυθιστόρημα είναι αφιερωμένο στην αμμοχωσμένη πόλη μας. Μια συγγραφέας ξένη ασχολείται με το δικό μας πρόβλημα και θα το κάνει διεθνώς γνωστό. Συγκινηθήκαμε και κλάψαμε εκείνο το βράδυ. Πιστέψαμε αληθινά ότι είναι ένας ύμνος για την Αμμόχωστο!
Δηλώνω ευθαρσώς το mea culpa μου.
Για άλλη μια φορά νιώθω ότι μας έπιασαν κορόιδα! Γι’ άλλη μια φορά κάποιοι επιτήδειοι εκμεταλλεύονται τον πόνο και τον καημό μας για να πλουτίσουν.
Απορία πρώτη: μήπως υπήρχε κάποια σκοπιμότητα που η παρουσίαση του βιβλίου στην Κύπρο έγινε ακριβώς την ίδια μέρα της κυκλοφορίας του;
Απορία δεύτερη: γιατί δεν δέχτηκε η κυρία Χίσλοπ ερωτήσεις από το κοινό, παρά μόνο ο δημοσιογράφος τής έκανε προγραμματισμένες, καθώς φάνηκε ερωτήσεις, για να μη βρεθεί σε δύσκολη θέση; Άρα, ξεγελάστηκε και ο δημοσιογράφος;
Γιατί, αν το είχαμε διαβάσει, ή αν είχαμε αρχίσει να το διαβάζουμε, θα αντιλαμβανόμαστε πάρα πολλά, με πρώτο απ’ όλα ότι το βιβλίο δεν τσουλάει, όπως λένε στην Ελλάδα. Οι πρώτες 150 σελίδες ήταν ένα ασήκωτο βουνό. Μια επανάληψη αχρείαστων λεπτομερειών, κουραστικών και εκνευριστικών, που θα μπορούσαν να λεχθούν σε δέκα το πολύ σελίδες.
Για να σας εξηγήσω καλύτερα, η συγγραφέας ήθελε να καυτηριάσει τον αρχοντοχωριατισμό της πλούσιας ηρωίδας της που ντυνόταν σαν την Τζάκυ Ωνάση, τη χλιδή και την πολυτέλεια που υπήρχε στο ξενοδοχείο της, την εργασιομανία του συζύγου που την παραμελούσε και την έσπρωξε από την απληστία του στην αγκαλιά του υπαλλήλου του, την έλλειψη ηθικών ενδοιασμών και το διάχυτο αμοραλισμό που επικρατούσε, το αδιάκοπο κυνήγι του χρήματος, κ.ά.
Βρίσκω εντελώς αχρείαστες και πλαδαρές τις ατέλειωτες περιγραφές της πολυτέλειας των ρούχων, των επίπλων, κ.ά. που κάνουν το κείμενο να κάνει «κοιλιά» και να σου προξενεί βαριεστημάρα.
Την απάντηση τη γνωρίζουμε όλοι. Πρέπει να γεμίσουν οι σελίδες για να πουληθεί πιο ακριβά το βιβλίο, αφού οι εκδότες δεν νοιάζονται για την ποιότητα και τη λογοτεχνική αξία, αλλά για το κέρδος και μόνο! Έτσι, αγοράζουμε βιβλία με το κιλό. Όσο ασήκωτο, τόσο ευπώλητο.
Θα ήθελα να σταθώ ακόμη στη μεγάλη προβολή που δόθηκε από τα Μ.Μ.Ε. που είδαν τη συγγραφέα περίπου ως Μεσσία, ως καταλύτη για το πρόβλημά μας, όπως κάποτε θεωρούσαν τον Μπίλυ Μπραντ, αν δεν με απατά η μνήμη μου. Συνεντεύξεις από εκστασιασμένους δημοσιογράφους που χωρίς κι αυτοί να ξέρουν, σαν κι εμάς τους αφελείς, υποκλίνονταν στην ευεργέτιδά μας, στην αγγλίδα που καταδέχτηκε να ασχοληθεί με μας, με το πρόβλημα της πόλης-φάντασμα, υποκλίνονταν στη «μεγαλοφυία που νόμιζαν πως είχαν μπροστά τους, χωρίς να μπορούν να ξεχωρίσουν τον γνήσια πνευματικό άνθρωπο.
Ασφαλώς, ως άνθρωπος η Βικτώρια Χίσλοπ είναι πολύ συμπαθής, κυρίως επειδή ξέρει και Ελληνικά. Είναι μια γλυκιά κοπέλα, καταδεχτική, χαμηλών τόνων, όπως μου φάνηκε, αλλά με άριστες δημόσιες σχέσεις και γραφεία προβολής πίσω της, που σήμερα είναι η συνταγή για παγκόσμια επιτυχία.
Ασφαλώς, δεν υποτιμά κανένας την εργατικότητά της και τη δημοσιογραφική έρευνα που έκανε δύο χρόνια, όπως μας είπε, μιλώντας με ανθρώπους και από τις δύο κοινότητες του νησιού. Κοπίασε και μπράβο της. Κατάλαβε ότι αυτό το θέμα το καυτό θα πουλήσει, και πάλι μπράβο της. Αυτή την ικανότητα να ασχολείται με θέματα ζέοντα, με σίγουρη τη συναισθηματική φόρτιση, και κατά συνέπεια την επιτυχία, την είδαμε και στα άλλα μυθιστορήματά της, και της το πιστώνουμε ανεπιφύλακτα.
Ως φιλόλογος, όμως, και λάτρης της λογοτεχνίας, της ποιοτικής λογοτεχνίας, έχω απαιτήσεις, και δεν κρίνω από το πόσα εκατομμύρια διάβασαν ένα βιβλίο ή από πόσα κατά συνέπεια χρήματα έχει καταθέσει ο ή η συγγραφέας στις τράπεζες από τις πωλήσεις των βιβλίων του/της, αλλά αν πληροί κάποια επίπεδα γραφής. Δόξα τω Θεώ έχουμε αρκετούς συγγραφείς που τα έργα τους είναι κλασικά, άντεξαν στον χρόνο, και μπορούμε να κάνουμε σύγκριση.
Αναμφίβολα, η Βικτώρια Χίσλοπ σε όλα τα μυθιστορήματά της έχει τον ίδιο τρόπο γραφής. Ακολουθεί την ίδια συνταγή. Ένα έξυπνο θέμα, ένα θέμα που προκαλεί άφατο πόνο και οδύνη, που συγκλονίζει, το οποίο το αντιμετωπίζει επιδερμικά, επιφανειακά, με απλουστευμένα ιστορικά γεγονότα, για να μην πω παραποιημένα ή μεροληπτικά, χωρίς καμιά εμβάθυνση, καμιά ανάλυση ή κριτική σκέψη.
Ταυτόχρονα, ως συγγραφέας δεν διαθέτει γλωσσικό υπόβαθρο, η γλώσσα της μάλλον είναι φτωχή και απλοϊκή, γι’ αυτό και δεν μπορείς να συστήσεις σε κάποιο νέο να το διαβάσει για να εμπλουτίσει το λεξιλόγιό του!
Δεν θα ήθελα να παραλείψω να αναφέρω και ένα άλλο πολύ σημαντικό, κατά την άποψή μου, στοιχείο, που αποκόμισα, διαβάζοντας με πολύ κόπο το βιβλίο αυτό. Πίεσα τον εαυτό μου να το συνεχίσω, για να έχω άποψη, δεν με τραβούσε καθόλου, αλλά ήθελα να δω πού θα καταλήξει, τι θα πει παρακάτω.
Ναι, δεν μου άρεσε καθόλου το μυθιστόρημα της Βικτώρια Χίσλοπ, και το λέω μετά
παρρησίας και ευθαρσώς. Τι κι αν μετά από τόση διαφήμιση, κάποιες διαφορετικές φωνές θα χαθούν μέσα στον ορυμαγδό των χειροκροτημάτων;
Όταν μου αρέσει ένα μυθιστόρημα, όταν αγγίζει την καρδιά μου και ικανοποιεί τις λογοτεχνικές μου απαιτήσεις για κάποιο επίπεδο, έστω και υποφερτό, το καταλαβαίνω, γιατί δεν θέλω να το αφήσω. Νεότερη, ξενυκτούσα για να τελειώσω κάτι που μου άρεσε. Ήθελα να φτάσω στο τέλος και δεν άντεχα να κάνω κάτι άλλο.
Επιπρόσθετα, θα ήθελα να τονίσω και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό για μένα. Οι συγγραφείς συνήθως περιβάλλουν τους ήρωές και τις ηρωίδες τους με αγάπη, με στοργή, τους πονάνε, συμπάσχουν μαζί τους. Στο μυθιστόρημα «Η Ανατολή» η συγγραφέας νομίζω ότι έχει μια διαστροφή με κάποιους από τους ήρωές της. Τους εξευτελίζει.
Την κεντρική ηρωίδα της, την Αφροδίτη, την παρουσιάζει ως μια κακομαθημένη, αρχοντοχωριάτισσα, που είχε μόνο τον νου της στη διακόσμηση του ξενοδοχείου της, στα ακριβά κοσμήματα και τα πανάκριβα φορέματα, που απάτησε τον άντρα της μέσα στο ίδιο το ξενοδοχείο τους, που ενδιαφερόταν μόνο για την εμφάνισή της, ενώ μετά την προσφυγιά κυκλοφορούσε ατημέλητη στη Λευκωσία.
«Τώρα, όταν εμφανιζόταν κάθε βράδυ για το κοκτέιλ πάρτι, κοντεύοντας σχεδόν να λυγίσει κάτω από το βάρος των κοσμημάτων και των πανάκριβων ρούχων της, ο Μάρκος εξακολουθούσε να χαμογελά, παρόλο που ήξερε ότι δεν έπρεπε να περιμένει κάποια ανάλογη αντίδραση. Η Αφροδίτη δεν ανήκε στο είδος των γυναικών που του άρεσαν. Κατά τη γνώμη του ήταν κακομαθημένη, ο τύπος της γυναίκας που τη χάλασε πρώτα ο πατέρας της κι έπειτα ο άντρας της».
Κυρίως, όμως, τον κύριο ελληνοκύπριο ήρωά της, τον Μάρκο, τον παρουσιάζει στην αρχή ως ένα πολύ καλό παιδί. Έναν εξαίρετο, ικανότατο, πολλά υποσχόμενο νέο, χαρισματικό, που εμπνέει την εμπιστοσύνη όχι μόνο του αφεντικού του, του Σάββα, αλλά και των ξένων τουριστών που τους μαγεύει με τη σαγηνευτική προσωπικότητά του και την ευπροσηγορία του, το ήθος και την ευπρέπειά του, την εντιμότητα και τη σεμνότητά του.
Μέχρι να τελειώσει το μυθιστόρημα έχουμε μπροστά μας έναν τύπο αχρείο, φαύλο, απατεώνα, ανάλγητο, ανήθικο και συβαρίτη, αριβιστή, χαμερπή, προδότη, καιροσκόπο, κλέφτη, στυγνό εκμεταλλευτή, που είδε να βιάζουν μπρος τα μάτια του τη γυναίκα που αγαπούσε και δεν έκανε καμία κίνηση να τη γλυτώσει από τα χέρια των Τούρκων στρατιωτών, που πουλούσε τα χρυσαφικά της που του εμπιστεύτηκε ο σύζυγός της να τα φυλάει στο χρηματοκιβώτιο του ξενοδοχείου, που πουλούσε τα όπλα που του έδινε για να τα κρύβει ο αδελφός του, κ.ά.
Αυτό στην αρχαία τραγωδία λέγεται «ανωμαλία ήθους», όταν αλλάζεις τόσο πολύ τον ήρωα και από καλό τον κάνεις κακό. Αυτή η άρδην αλλαγή του ήθους των ηρώων, η μεταστροφή του ήθους, όπως αναφέρει σε ένα σημείωμά του στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, στις 21 Αυγούστου του 1990, ο γνωστός φιλόλογος και κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος,
«είναι σήμερα ένα στοιχείο δραματουργικού μοντερνισμού, δεδομένου ότι τα ψυχολογικά άλματα, οι άρδην αλλαγές δράσης, η σύγχυση κινήτρων, προθέσεων και επιδιώξεων είναι γνωρίσματα της σύγχρονης δραματουργίας». Προσωπικά, αυτή την «ανωμαλία ήθους» τη θεωρώ διαστροφή.
Η ιστορία του μυθιστορήματος «Η Ανατολή» διαδραματίζεται στην Αμμόχωστο τον καιρό που μεσουρανούσε, όταν χαρακτηριζόταν ως η Ριβιέρα της Ανατολικής Μεσογείου. Μια πόλη όλο θάλασσα και φως. Μια πόλη που έσφυζε από ζωή αλλά και από πνευματική κίνηση, που δεν ενδιαφέρει καθόλου τη συγγραφέα, γι’ αυτό το αναφέρει μόνο ακροθιγώς.
Αλλά, αν ξεχώριζε η πόλη μας για κάτι ήταν η πνευματική της ζωή, οι πνευματικοί της άνθρωποι, η ποιότητα και η αρχοντιά της ψυχής τους. Αν ξεχώριζε για κάτι η πόλη μας ήταν ο πολιτισμός της, οι Βιβλιοθήκες της, τα σχολεία της και οι εκπαιδευτικοί της. Ήταν οι αρχαιολογικοί θησαυροί της που βοούν για τα τρεις χιλιάδες χρόνια ελληνικής παρουσίας στο νησί μας.
Εκείνο που προβάλλεται είναι η μανία για οικονομική ανάπτυξη και μόνο, μέσα από τη ζωή ενός ζευγαριού που εγκαινιάζουν ένα πολυτελέστατο ξενοδοχείο, με το όνομα «Η Ανατολή». Το ξενοδοχείο κτίστηκε με τη συνεισφορά του πατέρα της ιδιοκτήτριας, η οποία, λόγω των πολλών υποχρεώσεων, δεν πήγε να δει τον πατέρα της που ήταν πολύ άρρωστος στο Λονδίνο, γιατί δεν της το επέτρεψε ο άντρας της.
Έτσι, όταν φτάνει στο Λονδίνο, εκείνος έχει πεθάνει, χωρίς να δει την πολυαγαπημένη του κόρη.
Μέσα στο ξενοδοχείο εργάζονται Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι οι οποίοι συνεργάζονται αρμονικά. Η ματιά της συγγραφέως εστιάζεται στη ζωή δύο οικογενειών που ζουν στην ίδια γειτονιά, των Γεωργίου και Οζκάν, οι οποίοι, μετά την κατάληψη της πόλης από τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής, παραμένουν μέσα στην πόλη, πρώτα στα σπίτια τους και μετά στο ξενοδοχείο «Η Ανατολή», αφού ο γιος της ελληνοκυπριακής οικογένειας, ο Μάρκος, κρατά τα κλειδιά, ως ευνοούμενος του αφεντικού που εγκατέλειψε την πόλη.
Θα ζήσουν μαζί κρυμμένοι για κάμποσους μήνες, αφού το ξενοδοχείο είχε αμέτρητες προμήθειες. Όλοι κρύβονται, εκτός από τον κλειδοκράτορα ο οποίος τα βράδια γυρνά στην πόλη και κάνει, σύμφωνα με τη φαντασία της συγγραφέως, κοντραμπάντα με τον τουρκικό στρατό για ιδιοτελείς σκοπούς.
Τελικά, θα τον σκοτώσει ένα βράδυ ο γιος των τουρκοκυπρίων που τον ακολούθησε για να δει τι κάνει, ο οποίος θα συνεχίσει να ζει στο ξενοδοχείο σαν να μη συνέβη τίποτα, κατευνάζοντας τις όποιες τύψεις του, με το δικαιολογητικό ότι η πράξη του ήταν αυτοάμυνα… Τελικά, αυτός ο καλός θα βοηθήσει την οικογένεια των ελληνοκυπρίων να γλυτώσει.
Αναντίλεκτα, η συγγραφέας είχε κάθε δικαίωμα να πλέξει τον μύθο της κατά το δοκούν. Το να παίζει, όμως, με τα ιστορικά γεγονότα, ενώ δεν γνωρίζει, είναι ασυγχώρητη πλάνη. Προσπερνώ τα όσα ήδη είδαν το φως της δημοσιότητας περί καλών τουρκοκυπρίων και κακών ελληνοκυπρίων, προσπερνώ το γεγονός ότι ρίχνει την ευθύνη στον Μακάριο, τον Γρίβα, την Ε.Ο.Κ.Α., που την απαξιώνει, και την Ε.Ο.Κ.Α. Β΄, ενώ την Τ.Μ.Τ. την παρουσιάζει περίπου ως σωτήρα των τουρκοκυπρίων από την ελληνοκυπριακή κοινότητα.
Θα ήθελα να σταθώ στα γεγονότα του τουρκοκυπριακού χωριού Μαράθα, ένα στίγμα του πολιτισμού μας, και να πω ότι αναφέρει και τα ονόματα των δολοφονηθέντων, ενώ για τα εγκλήματα, τις θηριωδίες και τα όσα ανήκουστα διέπραξε ο τουρκικός στρατός απέναντι σε έναν ανυπεράσπιστο λαό απλώς τα θίγει γενικά, λέγοντας ότι υπήρχαν φήμες για βιασμούς, ενώ ο μόνος βιασμός που αναφέρει είναι της ηρωίδας, της Αφροδίτης, η οποία έρχεται στην κατεχόμενη Αμμόχωστο κρυφά για να δει το ξενοδοχείο της και να μάθει και για τον Μάρκο, τον αγαπητικό της που δεν έδωσε σημεία ζωής, ενώ τον περίμεναν στη Λευκωσία.
«Η εφημερίδα ισχυριζόταν πως σκοπός των Ελλήνων ήταν να εξαλείψουν όλους τους Τουρκοκυπρίους από το νησί, και γι’ αυτόν τον λόγο ο τουρκικός στρατός είχε μετακινηθεί προς τον Νότο, για να προσπαθήσει να τους σώσει. Οι σφαγές στη Μάραθα και σ’ ένα άλλο χωριό, τον Σανταλάρη, έδειχναν ότι πολύ καλά έκαναν οι Τούρκοι και ανέλαβαν δράση».
Αξίζει να τονιστεί ότι μια περίπτωση που αναφέρεται ότι τουρκοκύπριοι σκότωσαν έναν ελληνοκύπριο, τον αδελφό της ηρωίδας, της Αφροδίτης, και λόγω της άφατης θλίψης της η μητέρα της ανάγκασε τον πατέρα της να εγκαταλείψουν την Κύπρο και να ζήσουν στην Αγγλία, τονίζεται εμφαντικά ότι δεν ήξερε η μάνα ότι ο γιος της σκότωσε έναν τουρκοκύπριο, γι’ αυτό τον εκδικήθηκαν.
Είμαι από τους ανθρώπους που θέλουν να επανενωθεί η πατρίδα μας, που έχω σχέσεις με παιδιά φίλων του πατέρα μου από τα γειτονικά μας χωριά, που βλέπω τη μεγαλύτερη μερίδα των τουρκοκυπρίων σαν θύματα της ίδιας θεομηνίας που έπληξε το νησί μας, που κατανοώ ότι ο φανατισμός και από τις δύο πλευρές μάς οδήγησε στον όλεθρο. Αναγνωρίζω ότι κάναμε κι εμείς τα λάθη μας.
Αλλά το να εξισώνεις αυτά τα λάθη με τη γενοκτονία που επιχείρησε η Τουρκία, με την κατοχή, την αιχμαλωσία, τον αφελληνισμό ολάκερων χωριών, την αλλοίωση της πολιτιστικής κληρονομιάς μας, τον εκτοπισμό 200 χιλιάδων Ελλήνων από τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους, είναι έγκλημα. Είναι αμαρτία. Μόνο όσοι έχασαν ανθρώπινες ψυχές, όσοι ζουν για 40 χρόνια με το δράμα των αγνοουμένων μας, και μόνο όσοι περάσαμε μέσα από τη Σκύλα και τη Χάρυβδη για να επιβιώσουμε μετά την προσφυγιά μας, ξέρουμε πόσο οδυνηρό ήταν αυτό που μας έκανε ο τουρκικός στρατός και η κατοχική Τουρκία.
Περάσαμε ως Ελληνισμός της Κύπρου από πολλούς κατακτητές, αλλά οι πρόγονοί μας ήταν στα σπίτια και τις περιουσίες τους. Δεν έγιναν πρόσφυγες στην ίδιά τους την πατρίδα. Δεν έγινε εθνοκάθαρση!
Νιώθω ότι η συγγραφέας, λογοτεχνική αδεία, αλλά και ελαφριά τη καρδία, έμπηξε ακόμη ένα μαχαίρι στην καρδιά της Κύπρου μας. Τώρα πώς για λόγους προβολής διατυμπάνιζαν σε όλους τους τόνους ότι αυτό το βιβλίο είναι ένας ύμνος για την Αμμόχωστο, ότι θα μάθουν όλοι για το πρόβλημα της κατεχόμενης από τα τουρκικά στρατεύματα πόλης μας, είναι άξιον απορίας.
Οι ξένοι που θα διαβάσουν το βιβλίο σίγουρα θα θεωρήσουν τα περί μιας πανέμορφης πόλης ή μιας πόλης φαντάσματος ως αποκύημα της φαντασίας της συγγραφέως, όπως τα πιο πολλά γεγονότα από όσα αναφέρει φαίνονται σ’ εμάς που τα ζήσαμε. Στο τέλος δε, δεν φαίνεται πουθενά ότι ακόμη υπάρχει παράνομος τουρκικός στρατός κατοχής για 40 χρόνια τώρα.
Καταληκτικά, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η Βικτώρια Χίσλοπ ξέρει καλά να υφαίνει εύπεπτες και ευπώλητες ιστορίες, με ήρωες καλούς και κακούς. Ασφαλώς, άμα διαβάσεις το μυθιστόρημα, πιο πολύ κακοί είναι οι Ελληνοκύπριοι, με τους οποίους ο γιος της οικογένειας Οζκάν, ο Αλή, δεν θέλει να παίξει στην ίδια ομάδα:
«Δεν τους έχω εμπιστοσύνη» είπε. «Θα παραβαίνουν τους κανόνες».
Με ενόχλησε, επίσης, και θέλω να το αναφέρω, που συνεχώς αναφέρει το ρατσιστικό σχόλιο για τον παχύσαρκο Πανίκκο, τον γαμπρό της ελληνοκυπριακής οικογένειας.
Λυπάμαι, ειλικρινά, για το ατόπημά μου τη βραδιά της παρουσίασης, όπου μαζί με τόσους άλλους, αφέθηκα να παραπλανηθώ ότι το μυθιστόρημα αυτό θα ανακινήσει το θέμα της Αμμοχώστου σε χιλιάδες ανθρώπους ανά τον κόσμο, ενώ το μόνο που θα κάνει είναι να δικαιώσει την τουρκική εισβολή και κατοχή! Είναι ακόμη ένα υπερόπλο στα χέρια της Τουρκίας. Μήπως αυτός τελικά ήταν ο σκοπός;
Υ.Γ.
Πέρσι, παρουσίασα το βιβλίο της συμπατριώτισσάς μας Γιόλας Δαμιανού-Παπαδοπούλου με τίτλο «Αργός Χορός», το οποίο στην αρχή διαδραματίζεται μέσα στην παλιά Αμμόχωστο, όπου ζούσαν οι ήρωές του μέχρι το 1956, όταν αναγκάστηκαν να φύγουν για να γλυτώσουν τη ζωή τους. Κανένας δεν συγκινήθηκε ούτε κανένα κανάλι την πρόβαλε. Η ξενομανία μας και η εθελοδουλεία φάνηκε φέτος με την Βικτώρια Χίσλοπ που την θεώρησαν ως από μηχανής Θεό που ήρθε να μας σώσει!
Επίσης, διηγήματα για την Αμμόχωστο έγραψε και ο φίλος Νίκος Νικολάου Χατζημιχαήλ, αλλά ελάχιστοι Αμμοχωστιανοί πήγαν στην παρουσίαση του βιβλίου του, κι αυτοί ήταν φίλοι του, όπως γράφει.