Γλώσσα-Ποίηση-Λογοτεχνία, Ιστορία

Ζήνα Λυσάνδρου-Παναγίδη
20 Φεβρουαρίου 2021
“Ένα όμορφο δώρο από τον Ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη, τον οποίο ευχαριστώ από καρδιάς. Ένα εξαίσιο ποίημα για το Σαββατόβραδό μας, βασισμένο σε ιστορικό γεγονός!”.
Δέηση στο χωριό Γαληνόπορνη το 1947
ΧΑΡΤΗΣ 26 {ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2021}
Αφιέρωμα: Κύπρος
του Κυριάκου Χαραλαμπίδη
{9 λεπτά}
Δέηση στο χωριό Γαληνόπορνη το 1947
Σ’ απελ­πι­σιά ο χό­τζας και μα­ζί του εκα­το­ντά­δες άλ­λοι μου­σουλ­μά­νοι, τι το χω­ριό τους εί­χε απο­στε­γνώ­σει. Και με φρυγ­μέ­νη, ανά­βρο­χη ψυ­χή, ζη­τού­σαν ένα ψί­χα­λο ψι­χά­λας. Aνί­σχυ­ρος ο Αλ­λάχ να τους φυ­σή­ξει στο ξε­ρα­μέ­νο πρό­σω­πο στα­λιά μα­τιά, κι ας το ’θε­λε – φι­λώ σταυ­ρό!– πο­λύ κι αυ­τός.
Βρή­κε στο τέ­λος λύ­ση: Ψι­θύ­ρι­σε στον ύπνο τους, σε δυο παι­διά ορ­φα­νά και μια φτω­χή γυ­ναί­κα και τον κα­φε­τζή, να πουν στους χω­ρι­κούς να δο­κι­μά­σουν την συν­δρο­μή του Απο­στό­λου Αν­δρέα (εί­χε πο­λύ κο­ντά τους τη μο­νιά του) και της Πα­να­γιάς (εί­χε τη μά­να της, εκεί­νη, στο χω­ριό τους).
Ο νους του μου­σουλ­μά­νου τώ­ρα ξα­γνα­ντεύ­ει στην πρά­ξη τη γραμ­μή: στα χρό­νια τα πα­λιά, ελ­λη­νι­κά ξυ­πνού­σε η Γα­λη­νό­πορ­νη* σε γα­λη­νήν αυ­γή – αυ­γή σαν γά­ζα τ’ ου­ρα­νού (το λέ­ει ο ποι­η­τής) στο χρώ­μα κρό­κου μα­κε­δο­νι­κού, που τ’ όνο­μά της πλημ­μυ­ρού­σε αγρούς, σκορ­πού­σε κι έσπερ­νε ει­ρή­νης γλυ­κα­σιά, και σι­γο­τρα­γου­δού­σε και γο­νυ­πε­τού­σε, μπρο­στά στο χρυ­σαυ­γές της, κά­θε αστά­χυ…
Κανοναρχούσε η κτίση πια στο νου το μέγα φως του,
τον όμβρο αποκαλύπτοντας που έκρυβε η ψυχή:
«Θεός εσύ των Χριστιανών, Αλλάχ εμείς οι Τούρκοι,
εμείς οι μαύροι βάσανα, στον τόπο μας σαν κλέφτες,
συνδυό δεν έχουμε ψωμί, συντρείς αλησμονούμε
νερό και πίνουμε χολή, αν λάχει και τη βρούμε.»
Τέτοια τους άκουγε η βροχή και δάγκωνε τα χείλια.
Στέλνει λοιπόν την Αθηνά με τη μορφή του Μέντη,
να τους μιλήσει γνωστικά, όχι με λόγο αφέντη:
«Παέτε Ριζοκάρπασο, περάστε τη Γιαλούσα,
φωνάξετε και του παπά και του καντηλανάφτη.
Πείτε να φέρει τρία κεριά και δυο τρανές λαμπάδες,
να φέρει κι άσπρα γιασεμιά, ειδέ περικοκλάδες,
να φέρει και χοντρό σκοινί να περιζώσουν τ’ άστρα
που κρύβει μέσα στην καρδιά, με τόση, αλήθεια, πάστρα
η θαυμαστή κυρία σας, κι Αγία σε όλους Άννα.»
Γι’ αυτό και πάνε μια και δυο, βρίσκουν τον ιερέα,
που ’χε παχιά τα δάκτυλα και σκάλιζε χωράφι,
στέρφο, φρυγμένο, ανάλγητο, με την κρυφή ελπίδα
να βρει στη ρίζα του βαθιά τον μαγεμένο βράχο,
που μόλις τονε ράγιζε θ’ ανάβρυζε νεράκι,
το πείσμα να ξεκάρφωνε τ’ ουράνιου πλανητάρχη
κι αγνής βροχούλας να ’λυνε μαλλιά και καταρράκτες.
Κρατά προικιά χρειαζούμενα της εκκλησιάς και φτάνει
πάνω στη μούλα του. Αυτοί δαφνόφυλλα και βάγια
του στρώνουν και παρακαλούν, μαζί να γονατίσουν
να συνυμνήσουν το Θεό και τον Αλλάχ, σαν ένας,
που δεν τους χώριζε τζαμί, ουδέ ναός κανένας.
Αλήθεια, η μάνα στέκεται παράμερα και κλαίει
από συγκίνηση ακριβή. Δεν λησμονεί, τους λέει,
πως ζει ακόμα η εκκλησιά που φέρει τ’ όνομά της·
σ’ αυτήν απάνω ένας Σταυρός καλπάζει ως αναβάτης.
Χαίρεται δε και προσκυνά την πίστη των ανθρώπων
π’ αποτινάξανε ντροπές και βρήκαν άλλον τρόπο
να κτίσουν την αγάπη τους, την πίστη τους να θρέψουν
με τα καλύτερα κουπιά, θάλασσα να μαγέψουν.
Θάλασσα και πολύ νερό, γλυκό σαν το ποτάμι
που κατεβαίνει εξ ουρανού και καταλεί τον Άδη.
Κρυφά χαμογελά και χαίρεται η καρδιά της
μπροστά στην εκκλησιά που αντέχει και βαστάζει
σε κείνο το χωριό ακόμα τ’ όνομά της.
Τι γαληνά ξυπνούσε αυτό πουρνό πουρνό χαϊδεύοντας
ήσυχες λίμνες και γιαλούς στα βάθη της ψυχής!
Όθε σκιρτούσανε –και συνηχούσαν– ελληνικά οι αγγέλοι·
ποιαν άλλη γλώσσα εξάλλου αυτοί να πρωτομάθαιναν;
Από γεννησιμιού τους η μητέρα
με τέτοια τους εθρόφιζε λαλιά.
Οι Γαληνοπορνίτες το γνώριζαν,
μα το ψιλολογούσαν στα κρυφά.
Τώρα που φούντωσε η αλήθεια για τη στέγνια
που οστράκεψε και κόλλησε και δεν δακρύζει
για λόγου τους μηδένας άγγελος, θυμήθηκαν
της Παναγιάς τη μάνα.
Και εί­παν: «Εμείς την έχου­με από τό­τε, που πριν στε­ρέ­ψει το τρε­χού­με­νό της, ξε­πλέ­να­με και χέ­ρια και μα­χαί­ρια, ιδρώ­τα κι αί­μα, κι έτρε­χε η ψυ­χή μας ν’ αγ­γί­σει με τα μά­τια της το θείο μα­φό­ριο, να κα­θαρ­θεί το σκό­τος κι ηχός γα­λή­νης ν’ απλω­θεί ώς τα πέ­ρα. Κι αν το χω­ριό μας έγι­νε, όπως τ’ ορί­ζει ο νό­μος του Προ­φή­τη, μου­σουλ­μα­νι­κό, εμείς πο­τέ δεν σβή­σα­με το σέ­βας σε τού­τη την Αγία, που εί­χε τη μο­νιά και τη λα­τρεία της εδώ τι­μη­τι­κά. Πο­τέ δεν το ξε­χνά­με πως της εί­μα­στε υπο­τε­λείς κι ευ­γνώ­μο­νες κα­θ’ όλα. Με του Ρι­ζο­καρ­πά­σου τον πα­πά ομνύ­ου­με τώ­ρα στ’ όνο­μά της, ελ­λη­νι­στί και τουρ­κι­στί, να με­σι­τέ­ψει στη θυ­γα­τέ­ρα της, κι αυ­τή με τη σει­ρά της στον υιό της, κι εκεί­νος πα­ρα­πέ­ρα στον πα­τέ­ρα του, λί­γη βρο­χή επι­τέ­λους να ευ­δο­κή­σει.»
Τον λόγο δεν απόσωσε ο χότζας,
κι ο ουρανός εσχίσθη, άνωθεν έως κάτω,
κι άρχισαν οι κρουνοί και οι καταρράκτες
να τρέχουν τέτοιο δάκρυ (μέγεθος καρυδιού),
που δεν το σταματούσε πια κανείς.
Πλημμύρισε τους τόπους,
κοντεύαν να πνιγούν και τα βουνά.
Φαντάσου αγγέλους με κατάβρεχτα φτερά,
να εγείρουν οδοφράγματα –
πευκοβελόνες, φυλλαράκια και κλαδιά
στο στόμα τους για τ’ αναχώματα.
Και εί­πε ο πα­πάς του Ρι­ζο­κάρ­πα­σου: «Τό­σον και­ρό δε­ό­μα­σταν, κι εμείς αμο­να­χοί, στα­γό­να δεν σταυ­ρώ­σα­με. Τώ­ρα που ενώ­σα­με δυ­νά­μεις, να! Λυ­θή­καν επι­τέ­λους και τα μά­για. Με­γά­λο εί­ναι τ’ όνο­μά σου, Βρά­χε, εί­τε σε λεν Θεό, Γιαχ­βέ ή Αλ­λάχ! Όμως το ζή­τη­μα δεν εί­ναι αυ­τό. Για­τί, κα­κά τα ψέ­μα­τα, χω­ρίς εκεί­νους τους Γα­λη­νο­πορ­νί­τες, δεν θα ’πε­φτε βρο­χή. Και θα το μο­λο­γή­σω πως αυ­τοί, φαί­νε­ται τρέ­φαν ζέ­ση πιο πολ­λή και πί­στη με­γα­λύ­τε­ρη στα κα­τορ­θώ­μα­τα της Άγιας Άν­νας.
————————————————
*Το ποί­η­μα στη­ρί­ζε­ται σε πραγ­μα­τι­κό γε­γο­νός του 1947 στο μου­σουλ­μα­νι­κό χω­ριό Γα­λη­νό­πορ­νη, του οποί­ου οι κά­τοι­κοι μι­λού­σαν μό­νο ελ­λη­νι­κά – εν­δει­κτι­κό πως αλ­λα­ξο­πί­στη­σαν για λό­γους επι­βί­ω­σης στα χρό­νια της Τουρ­κο­κρα­τί­ας. Σ’ αυ­τό υπήρ­χε η εκ­κλη­σία της Αγί­ας Άν­νας, και τού­το επί­σης μαρ­τυ­ρεί την πα­λιά ορ­θό­δο­ξη ταυ­τό­τη­τά του. Στη διάρ­κεια μιας έντο­νης στην Κύ­προ ανομ­βρί­ας, οι Γα­λη­νο­πορ­νί­τες πα­ρα­κά­λε­σαν τους ιε­ρείς του Ρι­ζο­καρ­πά­σου, που απεί­χε πε­ρί­που δώ­δε­κα μί­λια από το χω­ριό τους, να δε­η­θούν από κοι­νού στο όνο­μα της Πα­να­γί­ας (που εί­ναι και της Αγί­ας Άν­νας θυ­γα­τέ­ρα) και του Απο­στό­λου Αν­δρέα (με­γά­λου αγί­ου της πε­ριο­χής), να με­σι­τέ­ψουν στον Θεό να στεί­λει τη βρο­χή του. Οι ιε­ρείς αντα­πο­κρί­θη­καν και με­τέ­φε­ραν τις ει­κό­νες από το Ρι­ζο­κάρ­πα­σο στην Γα­λη­νό­πορ­νη. Το γε­γο­νός πε­ρι­γρά­φε­ται από Κύ­πριο από­δη­μο σ’ ελ­λη­νι­κή εφη­με­ρί­δα της Αυ­στρα­λί­ας (δες Νέ­ος Κό­σμος, στην ηλε­κτρο­νι­κή σε­λί­δα Sigmalive της 18ης Μαΐου 2020): «Οι ιε­ρείς φό­ρε­σαν τα άμ­φιά τους και προ­ε­τοί­μα­σαν τα σκεύη και τα κε­ριά. Οι πο­λύ­τι­μες ει­κό­νες το­πο­θε­τή­θη­καν με προ­σο­χή και ξε­κί­νη­σε η προ­σευ­χή. Χρι­στια­νοί και μου­σουλ­μά­νοι γο­νά­τι­σαν και προ­σευ­χή­θη­καν, κα­θώς έψαλ­λαν οι ιε­ρείς». Με­τά την δέ­η­ση, οι Χρι­στια­νοί, μα­ζί με τις ει­κό­νες, έφυ­γαν εν πο­μπή προς το Ρι­ζο­κάρ­πα­σο και «υπήρ­ξε χα­ρά και ευ­χα­ρι­στία από τον λαό της Γα­λη­νό­πορ­νης, διό­τι ήξε­ραν ότι θα βρέ­ξει.[…] Ξε­κί­νη­σε η βρο­χή.[…] Πραγ­μα­τι­κά βα­ριά βρο­χή. Όχι απλώς βρο­χή· νε­ρο­πο­ντή. Ο τό­πος πλημ­μύ­ρι­σε με νε­ρό».

  • Κοινοποιήστε: