Της Ζήνας Λυσάνδρου-Παναγίδη, Δημάρχου Λευκονοίκου
Την Κυριακή, 19 Δεκεμβρίου 2021, ήμουν καλεσμένη σε εκπομπή του ΡΙΚ, και μίλησα για τις θύμισές μου από όλη αυτή την περίοδο των γιορτών στην κωμόπολή μου. Ευχαριστώ τον αγαπητό κ. Νικόλα Μαρκαντώνη για την ευγενική του πρόσκληση να μιλήσω, αλλά ο τηλεοπτικός χρόνος είναι τόσο λίγος, ενώ οι θύμισες είναι τόσο πολλές. Έτσι, σκέφτηκα να τις γράψω.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανένας από αυτή τη γιορταστική περίοδο εκείνων των χρόνων; Μια περίοδο πυρετώδους προετοιμασίας για να είναι όλα έτοιμα, όμορφα, όπως πρέπει. Μια περίοδο λαχτάρας, θρησκευτικής κατάνυξης, προετοιμασίας για να δεχτούμε τη γέννηση του Θείου Βρέφους. Γιατί αυτή η περίοδος που σήμερα έχει εμπορευματοποιηθεί πλήρως, πρέπει να είναι περίοδος πνευματική, ανάτασης και συγκίνησης. Γι’ αυτό πιστεύω ότι τότε βιώναμε πιο πολύ το θαύμα της γέννησης του Χριστού μας.
Τι θυμάμαι από το Λευκόνοικο σ’ αυτόν τον τομέα; Ομολογουμένως, ο κόσμος προετοιμαζόταν για να δεχτεί τον Μεσσία.
Προετοιμαζόταν με τη νηστεία, την εξομολόγηση, τον εκκλησιασμό, τη Θεία Κοινωνία. Θυμάμαι με πόσο δέος ερχόμασταν στη Λευκωσία στην εκκλησία της Φανερωμένης για να εξομολογηθούμε στον αείμνηστο Παπασταύρο, τον στρατολόγο της ΕΟΚΑ. Μας έφερνε ο θεολόγος μας, τώρα Πρωτοπρεσβύτερος Παρασκευάς Παρασκευά. Πόσο δέος μάς προξενούσε αυτή η εκκλησία! Φεύγαμε από την εξομολόγηση πετώντας. Πόση δύναμη μάς έδινε ο παρηγορητικός λόγος του Παπασταύρου.
Όλη η περίοδος των νηστειών και της προετοιμασίας είχε μια μαγεία. Μπορεί να μην είχαμε τα φαντασμαγορικά φώτα, αλλά ο Χριστός γεννιέται στις καρδιές όσων τον περιμένουν, όχι στα μεγαλεία και τις φωταψίες. Ας πάμε, όμως, στα καθημερινά, τα απλά πράγματα που έκαναν οι άνθρωποι.
Καταρχάς, από τις αρχές Δεκεμβρίου οι γυναίκες έπρεπε να ασπρίσουν μέσα κι έξω τα σπίτια τους, τις αυλάδες, τα σιμιντίρια, τους φούρνους τους. Όλα έπρεπε να λάμπουν κάτασπρα. Σήμα κατατεθέν της λευκονοικιάτισσας η καθαριότητα.
Στη συνέχεια, αντηχούν ακόμη στ’ αυτιά μου οι οιμωγές του χοίρου που έσφαζαν στα πιο πολλά σπίτια αυτή την περίοδο για να ετοιμάσουν τα «κουμνιστά» τους: παστά, λουκάνικα, τιτσιρίες με τις οποίες έκαναν τις «τιστσιριόπιτες». Τα παστά τους, τα οποία πρώτα για μια βδομάδα τα έβαζαν στο κρασί με κόλιαντρο και αλάτι, μετά τα κάπνιζαν, τα τηγάνιζαν και τα έβαζαν σε «κούμνες» για να έχουν ολόχρονα για δικούς και ξένους.
Στη συνέχεια, οι νοικοκυρές θα έφτιαχναν τα κουλούρια, τις δακτυλιές και τις χρισταρκές τους. Άναβαν τους φούρνους τους και μοσχοβολούσε η πλάση. Μαζί έφτιαχναν και τη «γεννόπιτα» και τη βασιλόπιτα με ένα ανθρωπάκι, τον Βασίλη. Πάντα, θα έπαιρνε η μια στην άλλη πεσκέσι ζεστή δακτυλιά και χρισταρκά μέσα στην καθαρή πετσέτα.
Στη συνέχεια, θα έφτιαχναν τα κουλουράκια τους σε σχήμα σίγμα ή με τη φόρμα, τους κουραμπιέδες τους και τα «λουκούμια» τους, αυτά που έφτιαχναν και στους γάμους, με σιμιγδάλι ζυμωμένο με τη «μίλλαν του σιοίρου»(λίπος από τον χοίρο), και με το ροδόσταγμα, τις κούννες, τη ζάχαρη και την κανέλλα και μοσχομύριζε η γειτονιά. Τα τελευταία τριάντα χρόνια πριν φύγουμε, με τους Ελλαδίτες καθηγητές και καθηγήτριες, αλλά και με τους αξιωματικούς που έμεναν στο Λευκόνοικο τη δεκαετία του 1960-70 και με τις φοιτήτριές μας, κάποιες γυναίκες έμαθαν και έφτιαχναν και τα μελομακάρονα, όπως ο μ. Σωτήρης Γρηγορίου, που έφτιαχνε γιαούρτι, έμαθε από την πεθερά του αξιωματικού που νοίκιαζε το σπίτι του, να φτιάχνει και φέτα.
Θυμάμαι, ακόμη, με πόση χαρά, τις παραμονές των Χριστουγέννων φορτώναμε το αυτοκίνητο με όλα τα πεσκέσια αυτά, μαζί με χωριάτικα κοτόπουλα, «κουμνιαστά», γλυκά, και ερχόμασταν στη Λευκωσία και γυρνούσαμε στους συγγενείς, φίλους και κουμπάρους του πατέρα μου για να τους τα παραδώσουμε. Το ίδιο γινόταν και στην Αμμόχωστο και κάποτε και στη Λάρνακα που είχε ο πατέρας μου συνεργάτες στο εμπόριο.
Πάντα χαιρόμουν αυτή την περιδιάβαση. Βλέπαμε φίλους και συγγενείς, αλλά παίρναμε και τα δώρα μας. Αγοράζαμε και καινούργια ρούχα και παπούτσια για να «παννίσουμε» την Πρωτοχρονιά. Πάντα, όμως, θα αγόραζα και λογοτεχνικά βιβλία, τα οποία από μικρή λάτρευα.
Αυτή η περίοδος είχε και κάτι άλλο όμορφο. Περιμέναμε ως πιο μικροί να έρθουν οι φοιτητές και οι φοιτήτριες από την Αθήνα, κυρίως, ή από τη Θεσσαλονίκη, συγγενείς μας και γείτονες, αφού πάντα είχαμε αρκετούς φοιτητές αλλά και φοιτήτριες. Αυτή ήταν η ειδοποιός διαφορά μας από τις αρχές του περασμένου αιώνα με πολλά άλλα μέρη του νησιού μας. Ότι η κωμόπολή μας, όπως και οι άλλοι δήμοι οι ιστορικοί, οι κατεχόμενοι, μόρφωναν τις γυναίκες τους.
Μάλιστα, μια γειτόνισσά μας, η μ. Παναγιώτα Στεφανίδου, είχε πάει με τον μοναχογιό της, τον Άκη, στην Αθήνα που σπούδαζε στη Νομική Σχολή, και κάθε χρόνο μας έφερνε όμορφα δωράκια, όπως πορτοφολάκια που άνοιγαν στο κέντρο. Έτσι, την περιμέναμε με χαρά και ανυπομονησία να έρθει.
Τι άλλο θυμάμαι; Τη χαρά εμάς των παιδιών κυρίως για τον ερχομό του Χριστού και των γιορτών. Το στόλισμα του χριστουγενιάτικου δέντρου το οποίο πάντα ήταν φυσικό από τον Πενταδάκτυλό μας. Πόσο ψηλό μάς φαινόταν.
Κι έφτανε η ευλογημένη μέρα της Χριστού Γεννήσεως. Το βράδυ έπρεπε να κοιμηθούμε νωρίς, γιατί είχε πρωινό ξύπνημα. Έπρεπε να πάμε στην εκκλησία. Να λειτουργηθούμε και να κοινωνήσουμε. Ακόμη έχω στη σκέψη μου αυτή την αίσθηση του πρωινού ξυπνήματος. Της χαράς της γέννησης του Χριστού μας. Η γλυκόλαλη φωνή του παπα-Νικόλα μας στην κάτω γειτονιά ακόμη αντηχεί στα αυτιά μας! Στην πάνω γειτονιά λειτουργούσε ο εξαίρετος παπα-Δημήτρης. Η κατάνυξη και η μυσταγωγία από τη θεία λειτουργία.Η χαρά της γιορτής.
Κι ύστερα στο σπίτι να φάμε το βραστό κοτόπουλο με τραχανά κυρίως ή με μακαρόνια. Το μεσημέρι μαζευόμασταν συγγενείς και φίλοι στο χριστουγενιάτικο τραπέζι. Την τιμητική τους είχαν τα χοιρινά και τα κοτόπουλα, το παστίτσιο, τα κουπέπια. Μα και τα γλυκά μας. Πάντα. Η μητέρα μου έφτιαχνε πάντα όμορφα γλυκίσματα. Θυμάμαι τα γέλια και τις χαρές μας. Ο πατέρας μου και οι όμορφες ιστορίες του. Τι όμορφες εποχές! Χάθηκαν ανεπιστρεπτί. Χάθηκε ένας ολόκληρος κόσμος, μια εποχή προόδου και ευημερίας, μια εποχή πνευματικής και οικονομικής ανάπτυξης.
Θυμάμαι πολύ έντονα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς! Η μητέρα ετοίμαζε τη βασιλόπιτα με το φλουρί. Το βράδυ την έβαζε στο τραπέζι μαζί με κρασί, για να πιει ο Άη-Βασίλης που θα ερχόταν, το πιάτο με το σιτάρι για να το ευλογήσει, σιταρομάνα γαρ η γη μας, το πορτοφόλι του πατέρα, και τους λουκουμάδες για να φάει. Αυτό ήταν ένα έθιμο που έκαναν στην περιοχή του Λευκονοίκου. Οι νοικοκυρές έψηναν λουκουμάδες, «ξεροτήγανα», την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Αυτό το έθιμο το συνεχίσαμε και στην προσφυγιά για πολλά χρόνια. Έτσι ήμασταν μαθημένοι.
Επίσης, στην κωμόπολή μας παίρναμε «πουλουστρίνα» την Πρωτοχρονιά, από παππούδες, γιαγιάδες, συγγενείς. Ακόμη θυμάμαι τον μ. Παναγιώτη Χαραλάμπους, γιο της Τζυράς και του μεγαλέμπορου Στασή του Πάμιατζιη, αδελφό της Ναταλίας, φίλο του πατέρα μας, να μας δίνει «πουλουστρίνα».
Ιδιαίτερη «πουλουστρίνα» μάς έδινε ο νοννός μου, αδελφός του πατέρα μας, ο φαρμακοποιός του Βαρωσιού, μ. Μιχαλάκης Λυσάνδρου, ο οποίος ήταν χουβαρντάς και μας αγαπούσε πολύ. Μα και η νονά μου, η μ. Πιπίτσα Χατζηκυριάκου, πάντα μας κερνούσε πολύ ωραίες σοκολατίνες, κυρίως τις γιορτές, όταν τους κάναμε επίσκεψη στο σπίτι τους στην ενορία του Σταυρού.
Θα μπορούσα να γράψω τόσα πολλά για την περίοδο των γιορτών και τα ευτυχισμένα χρόνια που ζήσαμε στο Λευκόνοικό μας. Για το «καλάντισμα» των σπιτιών μας τα Φώτα. Για…για.. Τα τελευταία μου Χριστούγεννα του 1973, θυμάμαι ότι γύρισα από την Αθήνα από το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Ήταν η πρώτη χρονιά των σπουδών μου. Πόση χαρά έκανα, όταν είδα τους γονείς μου και τον αδελφό μου!
Κι ύστερα ήρθε ο χαλασμός! Αναποδογυρίστηκε η ζωή μας. Περάσαμε κάβους πολλούς. Μα με τη βοήθεια του Θεού ορθοποδήσαμε.
Με πολλή δουλειά. Δόξα τω Θεώ, είμαστε καλά. Όμως, το σαράκι κρυφοκαίει μέσα μας. Πουθενά δεν μπορούμε να ριζώσουμε, γιατί είμαστε ξένοι. Η ψυχή μας έμεινε στη γη που μας γέννησε. Πουθενά δεν είναι οι γιορτινές μέρες, όπως ήταν στο Λευκόνοικό μας!
Καλά Χριστούγεννα, αδέλφια, με υγεία, αγάπη και πολύ φως στην καρδιά μας και στα σπιτικά μας! Εύχομαι να μπορέσουμε όλοι και όλες να δεχτούμε τον μικρό Χριστό μέσα μας και να βιώσουμε το μέγα γεγονός της ενανθρώπισης του Υιού του Θεού! Γιατί ο Χριστός γεννιέται μέσα μας, όχι στις πολυάνθρωπες και στολισμένες λεωφόρους.