Ήρωες, Ιστορία

Pantelis Voutouris

13 Μαρτίου 2017

Σχεδιάσματα για μια βιογραφία του Ευαγόρα Παλληκαρίδη
Στις 2 Ιουνίου του 1953, κατά τη διάρκεια πανηγυρικών εκδηλώσεων της αποικιακής κυβέρνησης για τη στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ, ένας μαθητής της τρίτης τάξης του Ελληνικού Γυμνασίου Πάφου, σκαρφαλώνει στον ιστό και κατεβάζει την αγγλική σημαία. Αφηγείται η Λύα Χατζηαδάμου· μαθήτρια τότε στο ίδιο σχολείο:
«Ένα απόγευμα, μετά το σχολείο, πήγαινα στο σπίτι μου (πολύ κοντά στο Γυμνάσιο, απέναντι από τη Λίμνη του Έρωτα) όταν κάποιο αγόρι, πάνω στο ποδήλατό του, ήρθε κοντά μου, ρωτώντας το όνομά μου. Απάντησα και ερώτησα, επίσης, το δικό του όνομα. Είπε… Ευαγόρας…. Είχα ακούσει για κάποιον Ευαγόρα που κατέβασε την αγγλική σημαία από τα Προπύλαια και που ήταν αθλητής. Ρώτησα αν ήταν … εκείνος ο Ευαγόρας, και χαμηλώνοντας το κεφάλι ντροπαλά, απάντησε …ναι. Είχε κάτω από τη μασχάλη μερικούς δίσκους γραμμοφώνου».
[…]
Ό,τι γράφει ο Ευαγόρας, και γράφει συνεχώς, είναι ερωτικό. Είτε αναφέρεται στη φίλη του, είτε αναφέρεται στην Κύπρο, είτε στην ελευθερία, είτε στην Ελλάδα. Τα πιο ωραία από τα ερωτικά του ποιήματα, έχουν ένα κοινό γνώρισμα: τα μάτια. Σε αυτά εστιάζει, σε αυτά προσηλώνεται και αυτά εξιδανικεύει: μάτια παλάτια⋅ σαν παραμύθια.
Ίσως μια μέρα να νοσταλγήσω
τα πλάνα μάτια σου
Ίσως γυρίσω ξαναζητώντας
κάποια παλάτια σου.
Μα να πω την αλήθεια,
τα δικά σου τα μάτια
μοιάζουν σαν παραμύθια
και με κάνουν κομμάτια.
[…]
Τον Δεκέμβριο του 1955 ο Ευαγόρας εντάσσεται στις αντάρτικες ομάδες της ΕΟΚΑ. Στη σκέψη του αρχίζει να στριφογυρίζει η ιδέα ότι ο δρόμος που διάλεξε να ακολουθήσει μπορεί να οδηγεί είτε στη φυλακή είτε στον θάνατο. Οι ποιητικοί αποχαιρετισμοί τους οποίους γράφει τις πρώτες μέρες του Δεκεμβρίου του 1955 αποτυπώνουν αφενός μιαν ώριμη, συνειδητή επιλογή και αφετέρου μιαν εντυπωσιακή συνέπεια λόγων και πράξεων.
και τη μάνα φιλώντας
την κοιτάζω να κλαίει
μάνα μην κλαις της λέω,
μάνα μην κλαις και κλαίω
Και «Το τελευταίο σκλάβο γράμμα». Ποιητικός αποχαιρετισμός στη Λύα:
Αυτή την ώρα, που όλα γύρω μου βουβά,
λες και πεθαίνουνε και σβήνουνε και πάνε,
σαν κάποια δύναμη κοντά σου με τραβά,
να δω τα μάτια σου που, ίσως, μ’ αγαπάνε
[…]
Στο βουνό ο Ευαγόρας κουβαλά μαζί του το τετράδιο με τα ποιήματά του: «Έχω για σπίτι μου στο δάσος μια σπηλιά. / Για συντροφιά μου το χαρτί και το μολύβι».
ΟΠΟΙΟΝ ΠΑΡΕΙ
Μπορεί σε κάποια μάχη
γραμμένο η μοίρα να ‘χει
να μη γυρίσουμε
Μα πάμε με καμάρι
και λέμε: όποιον πάρει
και θα νικήσουμε.
[…]
Στις 18 Δεκεμβρίου 1956 ύστερα από ένα χρόνο στο βουνό, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης συλλαμβάνεται από τους Άγγλους, έχοντας στα χέρια του ένα οπλοπολυβόλο, και καταδικάζεται σε θάνατο από το Ειδικό Δικαστήριο της αποικιακής κυβέρνησης, στις 25 Φεβρουαρίου 1957. Όπως και στην περίπτωση των άλλων απαγχονισθέντων, οι Άγγλοι επικαλέστηκαν την ανάγκη επιβολής της νομοθεσίας σε βάρος των «νεαρών φονιάδων», όπως κυνικά έγραφε για τους Καραολή και Δημητρίου, ο επικεφαλής της αγγλικής προπαγάνδας, Λόρενς Ντάρελ. Από τους πρωτεργάτες της διεθνούς κινητοποίησης για την αποτροπή της εκτέλεσης, ο Αμερικανός Γερουσιαστής James Fulton, στις 28 Φεβρουαρίου 1957 συνέκρινε τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη με έναν εμβληματικό ήρωα της Αμερικανικής επανάστασης, τον Nathan Hale, ο οποίος συνελήφθη από τον αγγλικό στρατό και εκτελέστηκε σε ηλικία 21 ετών, στις 27 Σεπτεμβρίου 1776⋅ τα τελευταία του λόγια ήταν: «Λυπούμαι γιατί έχω μόνο μια ζωή να θυσιάσω για την πατρίδα μου».
Το βράδυ της 13ης Μαρτίου στο κελί των μελλοθανάτων γράφει το τελευταίο του γράμμα στην αδελφή του Γεωργία. Ο Ευαγόρας, αυτές τις ύστερες ώρες δείχνει να έχει κατακτήσει μια σοφία αδιανόητη για τα σημερινά δικά μας μέτρα. Ούτως ή άλλως ο τρόπος με τον οποίο έζησε και έκλεισε τον κύκλο της σύντομης ζωής του, είναι ένα μέτρο˙ δυσθεώρητο – προφανώς. Τις τελευταίες του ώρες στο κελί των μελλοθανάτων, φέρνει συνεχώς στο μυαλό του το νεογέννητο κοριτσάκι της αδελφής του. Σε αυτό θα αφιερώσει το τελευταίο του ποίημα με το οποίο ξεκινά το τελευταίο του γράμμα. Σε αυτό το γράμμα αφήνει στην αδελφή του την εξής παρακαταθήκη:
«Τ’ όνομα που θα της δώσεις θέλω να είναι πεντασύλλαβο…. και να θυμίζει εκείνην, για την οποίαν έγραψε ο ποιητής Σολωμός το πιο όμορφο τραγούδι του. Εκείνην, την οποίαν κάθε άνθρωπος επιθυμεί πιο πολύ απ’ όλα. [..] Κατά τα άλλα μη λυπάστε […] Τι σήμερα; Τι αύριο;».
Μερικές ώρες αργότερα στεκόταν ευθυτενής μπροστά στην αγχόνη. Το κοριτσάκι ονομάστηκε Ελευθερία.
[…]
Ο Κώστας Μόντης έγραψε για τον Ευαγόρα:
Όταν διάβασα την ιστορία σου
το βράδι είχα πυρετό

  • Κοινοποιήστε: