Της Ζήνας Λυσάνδρου-Παναγίδη, Δημάρχου Λευκονοίκου
Κάθε βράδυ, τώρα το καλοκαίρι, που ανοίγω διάπλατα τα παραθυρόφυλλα του υπνοδωματίου μας στον πάνω όροφο του σπιτιού μας, για να αεριστεί το δωμάτιο, μετά που φεύγει ο ήλιος, με τυλίγει μια όμορφη δροσιά, ένα αεράκι που έρχεται από απέναντι, από τον Πενταδάκτυλό μας. Και κάθε βράδυ φέρνω στη σκέψη μου την ίδια εικόνα. Τη νιώθω. Τη βιώνω, άνκαι πέρασαν πενήντα και χρόνια. Νιώθω την ίδια ανατριχίλα. Νιώθω τη δροσιά.
Σαν ήμασταν παιδάκια στη γειτονιά μας στο Λευκόνοικο, είχαμε μια καλή γειτόνισσα, την Αθανασία, που ήρθε νύφη από τη Μηλιά. Ήταν πεζούνα του Λευκονοίκου, όπως λέγαμε τις νύφες που έρχονταν από αλλού. Παντρεύτηκε με τον γείτονά μας τον Αντωνή που ήταν ένας καλός ρεσπέρης, (από την τουρκική λέξη rencper), ένας γεωργός δουλευτής, ήσυχος, χαμηλών τόνων, πράος. Ένας άνθρωπος γενικά λιγομίλητος. Δεν του’ παιρνες λόγια. Ήταν ένας ψηλός, ευθυτενής άνδρας με τη βράκα του, το ζιμπούνι του, το μουστακάκι του.
Το αντίθετο ήτανε η γυναίκα του. Πώς λένε ότι τα ετερώνυμα έλκονται; Η Αθανασία ήτανε έξω καρδιά. Όλο γελούσε. Και μάλιστα δυνατά. Γελούσε και μιλούσε πολύ, με όλους. Πρόσχαρη και καταδεκτική, άνθρωπος αγάπης. Άνθρωπος προσφοράς. Η καλοσύνη προσωποποιημένη. Όσο αυτός ήταν ψηλός κι αδύνατος, αυτή ήταν κοντούλα και χοντρούλα. Πιο πολύ, όμως, ήταν χοντρά τα πόδια της, γι’ αυτό και της έβγαλαν το παρατσούκλι «η ζαμπέ». Με τον καιρό ξεχάστηκε σχεδόν το βαφτιστικό της. Το ήξερε και η ίδια, και γελούσε καλοσυνάτα.
Παιδιά δεν τους έδωσε ο Θεός. Γι΄ αυτό τον λόγο αγαπούσε τα ανίψια της και τα παιδιά της γειτονιάς, μα και κάθε παιδί που τύχαινε στο διάβα της. Το σπίτι της ήταν απέναντι από το δικό μας. Εμάς, στον κύριο δρόμο Λευκωσίας- Αποστόλου Ανδρέα, κι εκείνης απέναντι στην πάροδο.
Θυμάμαι τον ηλιακό της που ήταν από χώμα και τον ράντιζε με τη βαττού( είδος κούζας, πήλινο δοχείο, κυρίως για νερό) κι έκανε περίτεχνα σχέδια. Συνεχώς μας φώναζε να πηγαίνουμε στο σπίτι της να μας φιλέψει, πότε πουρέκια, πότε πισιήες, πότε ζεστές πίτες του φούρνου, πότε κουλούρια και πότε τσιπόπιτα. Ήταν πολύ μερακλού σαν καλοφαγού. Μα της άρεσε να δίνει, να μοιράζεται τα έργα των χειρών της, όπως όλες εξάλλου τότε στο Λευκόνοικο.
Καθόμασταν έξω στο καλτερίμι που μοσχομύριζε βασιλικό και δυόσμο, από τις γλάστρες που είχε στην αυλή της.
Χαιρόταν να μας φιλεύει από τα καλούδια της. Ήταν σαν γιαγιά μας, γι’ αυτό της άρεσε να μας λέει ιστορίες και παραμύθια, που εγώ τα ρούφαγα αχόρταγα.
Μας άρεσε να πηγαίνουμε στη ζαμπέ. Μας άρεσε και το μεταδοτικό της, γάργαρο, τσιριχτό γέλιο, η αγάπη της, η ομορφιά της ψυχής της. Πιο πολύ απ’ όλα, όμως, μας άρεσε το δώμα της.
Το δώμα της ζαμπές. Ήταν κάτι πρωτοφανές για μας που τα σπίτια μας ήταν με κεραμίδια. Το σπίτι της ήταν χτισμένο με πλιθάρι. Πάνω από το μισό σπίτι είχε ανώι. Το άλλο μισό, όμως, ήταν δώμα. Ένα δώμα που το καλοκαίρι χρησίμευε για υπνοδωμάτιο.
Μόλις έφευγε ο ήλιος, ανέβαινε από τη σκάλα που ακουμπούσε στον τοίχο και έστρωνε τα άσπρα δροσερά σεντόνια της πάνω σε ένα κρεβάτι. Πίσω της κι εμείς. Ανεβαίναμε τη σκαλίτσα και ξαπλώναμε στα άσπρα δροσερά σεντόνια. Αυτή τη δροσιά τη νιώθω ακόμη και σήμερα. Πέρα μακριά προς την Κερύνεια ο ήλιος πήγαινε να βασιλέψει, κι η πλάση γέμιζε με κόκκινες ανταύγειες. Από τότε σαγηνεύομαι από το ηλιοβασίλεμα.
Ξαπλώναμε, λοιπόν, στο δώμα, πάνω στα καθάρια, ολόδροσα σεντόνια. Πάνωθέ μας τα άστρα του ουρανού.
Απέναντί μας το βουνό μας με τα πέντε δάκτυλα που μας έστελλε το αεράκι του για να δροσίσει την καυτή πεδιάδα.
Εκεί πάνω στο δώμα ήταν μαγικά, υπέροχα. Αναρριγώ στη σκέψη της βραδινής αύρας, κι από τότε λαχταρώ να ξανανέβω στο δώμα της ζαμπές. Το δώμα που σήμερα δεν υπάρχει. Το έριξαν, όπως τα πιο πολλά σπίτια με πλιθάρι. Με τη σκέψη μου, όμως, το βλέπω ατόφιο, σαν τότε.
Κάθε βράδυ, λοιπόν, που ανοίγω τα παραθυρόφυλλά μου νιώθω εκείνη τη δροσούλα σαν τότε, πάνω στο δώμα της ζαμπές.