Yannis Kypri
10 Απριλίου, 2020
ΜΑΝΔΡΕΣ – ΛΕΥΚΟΝΟΙΚΟ
“Το Λευκόνοικο, πριν ανοίξουν οι δουλειές στη δεκαετία του ‘60 στην Αμμόχωστο και την έναρξη συγκοινωνιών μέσω Τρικώμου, ήταν το κεφαλοχώρι με το οποίο οι Μάνδρες είχαν ιδιαίτερη σχέση. Πολλοί Μανδρίτες φόρτωναν τα γαϊδούρια τους με ξύλα και μετέβαιναν στο Λευκόνοικο για να τα πουλήσουν και να αγοράσουν τα απαραίτητα για το σπίτι. Με τον τρόπο αυτό, αναπτύχθηκαν πολύ φιλικές σχέσεις μεταξύ των Μανδριτών και τον Λευκονοιτζιατών.
Ο πατέρας μου, μετά το Δημοτικό σχολείο, στάλθηκε στο Λευκόνοικο για να μάθει την τέχνη του σκαρπάρη, κοντά σε κάποιον Παρασκευά. Μετά τον θάνατο του τελευταίου συνέχισε με τον αδελφό του Παρασκευά, τον Νικολή. Εκτός από μαθητευόμενος, ήταν και μισταρκός. Σε αντάλλαγμα δηλαδή της εκμάθησης της τέχνης, του παρείχαν στέγη και φαγητό και βοηθούσε σε όλες τις δουλειές του μάστρου του. Η μαθήτευση διάρκεσε 5-6 χρόνια. Όταν επέστρεψε στο χωριό συνειδητοποίησε ότι αυτές που είχαν ζήτηση ήταν οι τσαγκαροποδίνες, οι οποίες φοριούνταν από τους βοσκούς και γεωργούς. Γι αυτό, έμαθε και την τέχνη αυτή.
Από το Λευκόνοικο κατάγονταν η θεία μου η Σταυρού και η θεία μου η Παναγιωτού. Η Σταυρού, το γένος Πιττάκαρα – Τσιάπα, παντρεύτηκε τον θείο μου Αδάμο Καραγιάννη, πρωτότοκο αδελφό της μητέρας μου. Τη θυμούμαστε όλοι από μικρά παιδιά όταν «κουλιάζαμε» τακτικά στο σπίτι της, ιδιαίτερα όταν φούρνιζε, για να φάμε ζεστό ψωμί και καμιά ελιόπιττα ή χαλλουμόπιττα, ή ελιοχαλλουμόπιττα. Πάντα με το χαμόγελό της, δεν έδιωχνε κανένα, παρά το ότι είχε να θρέψει η ίδια οκτώ παιδιά. Έφυγε από τη ζωή το 2007 σε ηλικία 88 χρονών, με τον καημό του αγνούμενου γιου της Γιαννάκη, του οποίου τα οστά ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο DNA το 2008 και τάφηκαν στις ελεύθερες περιοχές. Είχαν βρεθεί σε ομαδικό τάφο στο Τζιάος μαζί με αυτά του κουνιάδου της Φοίβου Καραγιάννη και άλλων τριών Μανδριτών, του Σωτήρη Χατζηπαναγή, του Πασχάλη Μοσφίλη και του Γεώργιου Χριστοδούλου.
Η θεία μου η Παναγιώτα, ή Παναγιωτού, του Θεόδωρου Περικλή από το Λευκόνοικο, παντρεύτηκε τον θείο μου Φοίβο Καραγιάννη, τον μικρότερο αδελφό της μητέρας μου. Εξαίρετη νοικοκυρά, πάντα φιλόξενη και χαμογελαστή, συνεχίζει μέχρι σήμερα, στα ενενήντα της, παρά τις κακουχίες της προσφυγιάς και τον καημό του αγνοούμενου μέχρι το 2008 άντρα της, να μας παίρνει όλους τηλέφωνο, Χριστούγεννα, Πάσχα και ονομαστικές γιορτές για να μας δώσει τις ευχές της.
Στη φωτογραφία ο φούρνος της θείας μου της Σταυρούς ο οποίος σώζεται και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα από τους παράνομους εποίκους”.