Γλώσσα-Ποίηση-Λογοτεχνία

Όπου τζ’ αν πάω
οι στράτες σου μπροστά μου.
Τ’ άσπρα σου σπίθκια,
οι αυλάες σου ανοιχτές.
Τζαι οι καλές Λευκονοιτζιάτισσες
να παραφκαίννουν στο νοικοτζυρκόν
τζαι στην φιλοξενίαν.
·
Μόλις ροδίσει η αυκή,
τραβούν οι ζευκαλάτες στα χωράφκια,
ακαταπόνητοι δουλευταράες,
για να γιωρκήσει η Μεσαρκά.
·
Τζαι τα κοπέλλια σου αγνά, με τιμιότη,
κνήσια παιδκιά της Τζύπρου μας,
που ’κοτσινίζαν στην αδρήν
φωνήν του τζύρη τους
ή στο συνόμπλασμαν της κορασιάς.
·
Σ’ επήρεν ο Τούρκος
τζ’ αλυσώθης.
Μα εγιώ σε κουβαλώ
μες στην καρκιάν μου.
·
Κυριακή Παρασκευά
········
Το παραπάνω ποίημα, το οποίο, σύμφωνα με την Κ. Π., γράφτηκε το 1982, και το οποίο, λόγω της θεματικής του αλλά και της έκδηλης λογοτεχνικής του αξίας, θα μπορούσε, αν μελοποιούνταν, να αποτελέσει τον ύμνο του κατεχόμενου Λευκονοίκου, ακολουθεί ιαμβικά μονοπάτια, εκτείνεται σε είκοσι στίχους και αρθρώνεται σε τέσσερις στροφές, η καθεμία από τις οποίες θα λέγαμε ότι συνιστά ξεχωριστή ενότητα.
·
Στην πρώτη στροφή/ενότητα (στ. 1-6) το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται στο κατεχόμενο χωριό του, το Λευκόνοικο. Ανακαλεί στη μνήμη του τους δρόμους, τα λευκά σπίτια και τις φιλόξενες («ανοιχτές») αυλές του χωριού, καθώς και τις «καλές Λευκονοιτζιάτισσες», οι οποίες συναγωνίζονται στη νοικοκυροσύνη και τη φιλοξενία. Στη δεύτερη (στ. 7-10) οι γεωργοί του χωριού, «ακαταπόνητοι δουλευταράες», μεταβαίνουν στα χωράφια τους νωρίς το πρωί και επιτελούν τις γεωργικές τους εργασίες, «για να γιωρκήσει η Μεσαρκά». Στην τρίτη (στ. 11-14) οι νέοι του χωριού, «κνήσια παιδκιά της Τζύπρου», εμφορούνται από αγνότητα και εντιμότητα, επιδεικνύουν τον δέοντα σεβασμό στις επιθυμίες του πατέρα τους και αντιδρούν με αιδημοσύνη και συστολή, όταν συναντηθούν με κάποια κοπέλα. Τέλος, στην τέταρτη (στ. 15-16) το ποιητικό υπόκειμενο, παρά το γεγονός ότι το Λευκόνοικο βρίσκεται πια υπό κατοχή, διαβεβαιώνει το αγαπημένο του χωριό ότι θα το έχει για πάντα στη σκέψη και την καρδιά του.
·
Ο ενεστωτικός χρόνος ορισμένων ρημάτων («παραφκαίννουν», «τραβούν», «κουβαλώ») μεταφέρει το παρελθόν του ποιήματος στο παρόν, ενώ η – καβαφικής, μάλλον, έμπνευσης – περιδιάβαση του ποιητικού υποκειμένου («όπου τζ’ αν πάω», στ. 1· πρβ. «Θα πάγω σ’ άλλη γη […]» από την «Πόλι» του Αλεξανδρινού) παρέχει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς το κολάζ των ποιητικών εικόνων.
Ειδικότερα, η τοπογραφία και η ανθρωπογεωγραφία του Λευκονοίκου, με βάση τη σειρά εμφάνισής τους στο ποίημα, είναι οι εξής: δρόμοι —> σπίτια —> αυλές —> λευκονοικιάτισσες νοικοκυρές —> γεωργοί —> νέοι —> πατέρες —> νεαρές κοπέλες. Πρόκειται, προφανώς, για την ευτυχισμένη εικόνα του Λευκονοίκου στα χρόνια πριν από την τουρκική εισβολή του 1974· μια εικόνα όπου το σεφερικό αξίωμα «η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί» μεταπλάθεται δημιουργικά στη διαπίστωση ότι «η μνήμη όπου και να την αγγίξεις αναπολεί [ή και νοσταλγεί]». Βέβαια, στους πρώτους δύο στίχους της τελευταίας στροφής/ενότητας προσγειωνόμαστε στη φρικτή πραγματικότητα, δηλ. στο αλυσόδεμα του χωριού από τον βάρβαρο κατακτητή, μολονότι, σύμφωνα με τους δύο τελευταίους στίχους, η νέα αυτή κατάσταση δεν συνιστά αιτία συναισθηματικής απόσχισης του ποιητικού υποκειμένου από το κατεχόμενο, πλέον, χωριό του.
·
Γενικά, το ποίημα αυτό, το οποίο, παρά τη φαινομενική του απλότητα, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εκτενέστερης ερμηνευτικής ανάγνωσης (π.χ. σε γλωσσικό/υφολογικό επίπεδο αναφορικά με: τις σημασιολογικές προεκτάσεις της λ. «κοτσινίζουν», όταν οι νέοι ακούνε τη φωνή του πατέρα τους [πρώτη σημασία], αλλά και όταν συναντούν μια νεαρή κοπέλα [δεύτερη σημασία]· ή την περίπτωση της λ. «συνόμπλασμαν», που απουσιάζει από τα λεξικά και τα γλωσσάρια του κυπριακού ιδιώματος· ή το συναισθηματικό βάρος της λ. «κουβαλώ» και το πώς η συγκεκριμένη λέξη οδηγεί τη σκέψη μας και στον σταυρό του Χριστού), εκφράζει τους πόθους και τις λαχτάρες όλων των προσφύγων της Κύπρου, οι οποίοι αρκετά συχνά ανασύρουν στη μνήμη τους ευτυχισμένες στιγμές από τα χρόνια πριν από το δίσεκτο 1974, και, σε κάθε ευκαιρία, εκδηλώνουν την αγάπη τους για τους κατεχόμενους τόπους τους.


  • Κοινοποιήστε: