Νέα

Ύμνος του Λευκονοίκου
“Στο Λευκόνοικον”

“Έτσι τιτλοφορείται το ποίημα του λαϊκού μας ποιητή μ. Αντώνη Αντωνίου, του Σιοιρουθκιού, όπως τον λέγαμε, που το σπίτι του ήταν στον κύριο δρόμο προς τη Γύψου και προς τον Απόστολο Ανδρέα, απέναντι από το δικό μας. Ο μ. Αντώνης ήταν και καλός γεωργός, αλλά έκανε και αγοραπωλησίες ζώων, ήταν τζιαμπάζης. Μάλιστα, πάντα πήγαιναν μαζί με τον παπά μου με το ταξί, κυρίως στα τουρκοκυπριακά χωριά, όχι μόνο τα γειτονικά μας αλλά και στην Καρπασία, όπου είχαν πολλές φιλίες, και έμπαιναν και σε χωριά που κανένας δεν τολμούσε.
Τα ποιήματά του εκδόθηκαν από το Προσφυγικό Σωματείο «Το Λευκόνοικο», το 1987, στη Λεμεσό, με τον τίτλο «Πριν τζιαι τωρά»(του τόπου μου και της προσφυγιάς). Την επιμέλεια της ύλης και την ευθύνη της έκδοσης είχε η κ. Κούλα Σούγλη Παρασκευά, ενώ τα σχέδια του εξωφύλλου τα φιλοτέχνησε η ανιψιά της, κ. Ελένη Πιτσιλλίδου Ροτσίδου.
Αυτά τα ποιήματα μας μάγεψαν και μας φόρτισαν συναισθηματικά τότε πάρα πολύ και συνέχεια σε όλες μας τις εκδηλώσεις, εμείς που είχαμε τη φροντίδα των εκδηλώσεων όλα αυτά τα χρόνια, (κ. Κούλα Παρασκευά, π. Κυριάκος Ρήγας, κ. Γρηγόρης Κλόκκος, μ. Λυκούργος Κάππας, κ. Αντρούλα Πασχαλίδου, κ. Μάρω Εξηντάρη Μήτσα, κ. Ειρήνη Παρασκευά Ροδοσθένους κ.ά.),τα είχαμε στο πρόγραμμά μας.
Όσο ζούσε ο ποιητής, τα απάγγελλε ο ίδιος με μεγάλη συγκίνηση. Τα αγαπήσαμε τα ποιήματά του, γιατί πέρα από την αισθητική τους αξία, μας άγγιξαν τις πιο ευαίσθητες χορδές της ψυχής μας. Μας θύμιζαν το Λευκόνοικό μας και τον παράδεισο που χάσαμε. Μας θύμιζαν οικεία κακά!
Τότε που εκδόθηκε η ποιητική συλλογή, το 1987, η κ. Παρασκευά πήρε και μια συνέντευξη από τον ποιητή. Κάθε φορά που την διαβάζω, θαυμάζω την ευγένεια και το μεγαλείο της ψυχής του, το έμφυτο ταλέντο του που ήταν κληρονομικό, αφού και ο παππούς του, με το ίδιο ακριβώς ονοματεπώνυμο, έγραφε ποιήματα και τον είχε ως πρότυπο, όπως φαίνεται από τη συνέντευξη. Από νεαρή ηλικία, μόλις άκουε ότι ερχόταν ποιητάρης στο Λευκόνοικο έτρεχε να τον ακούσει, και μάλιστα αγόραζε τα ποιήματά του.
Επίσης, μας πληροφορεί ότι υπήρχαν τότε, στις αρχές του 20ού αιώνα (ο ίδιος γεννήθηκε το 1906), δυο Λευκονοικιάτες που τσιάττιζαν στίχους, ο Πλάτος και ο Βαρελλάς. Όταν ήταν 15ετών, τους άκουσε που τσιάττιζαν και ταίριασε κι αυτός ένα στίχο. Τον πρόσεξαν και του είπαν: «εν καλόν».
Άρχισε να γράφει ποιήματα το 1930. Ξυπνούσε, όπως λέει, τη νύκτα και έγραφε. Πολλές φορές σκάρωνε με ευκολία τσιαττιστά στους γάμους, στους αρραβώνες ή σε άλλες ευκαιρίες, αλλά τα απήγγελλε και στον Πήτρο (Δημήτρης Ιγναντίου που είχε αλευρόμυλους), που ήταν καλός κριτής.
Από τα ποιήματά του, που όπως παρατηρεί η ποιήτρια κ. Παρασκευά έχουν πλούσια ομοιοκαταληξία, θεωρεί ως καλύτερα «Τζείνα που αναφέρονται στην τιμήν τζιαι στην ομορκιάν, στο Λευκόνοικο, στον Βασίλη Μιχαηλίδη, στην γεναίκα μου, πριν τζιαι τωρά».
Η κ. Παρασκευά του ζήτησε, με την ευκαιρία της έκδοσης των ποιημάτων του, να στείλει ένα μήνυμα «στους Λευκονοιτζιάτες».
Κι αυτός της απάντησε:
-Να το πω με στίχους. Καρτέρα με λλίον να το ταιρκάσω…γιατί πνίει με η συγκίνηση…
«Γεια τζιαι χαρά σας χωρκανοί
τζιαι πέρκ’ αξιωθούμε,
να πάμε στο Λευκόνοικο,
να ξανανταμωθούμε.
Τζει που εγεννηθήκαμε
να φάμε τζιαι να πιούμε,
τες πρωτινές μας τες χαρές
να ξαναθυμηθούμε».
Το βιβλίο προλογίζει ο τότε Πρόεδρος του Προσφυγικού μας Σωματείου, μ. Λυκούργος Κάππας (το 1990 εκλέχτηκε Δήμαρχος). Όταν εκλέχτηκε Δήμαρχος, με όρισε, με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, Πολιτιστική Λειτουργό του Δήμου μας, αφού όλες τις εκδηλώσεις τις κάναμε μαζί. Είμαστε μια ομάδα του Σωματείου, από τους πρώτους που ξεκινήσαμε το Σωματείο, και στόχος μας ήταν να διατηρήσουμε το υψηλό πολιτιστικό επίπεδο που είχαμε στο Λευκόνοικο. Μάλιστα, μετά από κάθε παρουσίαση της κ. Παρασκευά, χαρακτηριστικά έλεγα ότι μας ανέβαζε τον πήχη πιο ψηλά κι εμείς έπρεπε να την ακολουθούμε, αφού ήταν και είναι το πρότυπό μας!
Εκείνες τις εποχές είχαμε πολύ κόσμο στις εκδηλώσεις μας. Ήταν ακόμη νωπά τα γεγονότα και ζούσαν όλοι όσοι έφυγαν πρόσφυγες από την κωμόπολή μας. Τι χαρά ήταν, όταν βρισκόμαστε όλοι μαζί! Αλλά και τι πόνος! Ανείπωτος! Και τι φόρτιση! Κλαίγαμε και γελούσαμε ταυτόχρονα! Χαρμολύπη!
Μετά την υπουργοποίηση του μ. Κάππα το 1998, τον διαδέχτηκε ο φίλος Μιχάλης Πήλικος, με τον οποίο συνεχίσαμε την άψογη συνεργασία και κάναμε και πάλι εξαιρετικές εκδηλώσεις. Τότε, η κ. Μάρω Εξηντάρη Μήτσα, η Μουσικός μας, του εισηγήθηκε να προκηρυχθεί διαγωνισμός μελοποίησης του ποιήματος «Στο Λευκόνοικον». Πράγματι, έγινε ο διαγωνισμός, τον οποίο προκήρυξε ο Δήμος και το Σωματείο. Ανάμεσα σε τρεις συνθέτες, η κριτική επιτροπή αποφάσισε να δώσει το πρώτο βραβείο από 1000 ευρώ στον συνθέτη Ευαγόρα Καραγιώργη. Το τραγούδι αυτό μαζί με τον Ύμνο της Ανωτέρας Σχολής Λευκονοίκου, σε στίχους Πάνου Λεβέντη και μουσική Δευκαλίωνα Ιακωβίδη, εκδόθηκαν σε ένα CD το 2013, το οποίο επιμελήθηκε η κ. Μάρω Εξηντάρη Μήτσα. Τον Ύμνο της Ανωτέρας Σχολής Λευκονοίκου αποδίδουν κοπέλες από τη Χορωδία του Λευκονοίκου και συνοδεύει στο πιάνο ο μουσικός-πιανίστας κ. Μάριος Ιωάννου. Το CD αυτό δίδεται από τότε ως δώρο σε όλους τους επισκέπτες του Δήμου μας.
Μετά από λίγα χρόνια, το 2017, ο Δημοτικός Σύμβουλος κ. Σωτήρης Κόκκινος, οφείλουμε να το ομολογήσουμε, επέμενε ότι ξεχάστηκε το τραγούδι, απλώς έγινε το CD και δεν το αξιοποιούμε, ενώ θα έπρεπε να ακούγεται στις εκδηλώσεις μας. Τότε, σκεφτήκαμε με την κ. Μάρω Εξηντάρη Μήτσα να το τραγουδήσει η ίδια (ενώ στο CD το τραγουδά ο κ. Αλέξης Αναστασίου).
Το αποτέλεσμα είναι εξαίσιο! Κάθε φορά που το τραγουδά, μας συγκλονίζει. Στην Αθήνα στο Σπίτι της Κύπρου, σε μια ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα, στις 17 Οκ. 2018, έκλαιγε ο κόσμος μαζί με την τραγουδίστρια. Το τραγούδησε και στην έναρξη του 1ου Επιστημονικού Συνεδρίου μας για τον Μητροπολίτη Κιτίου Κυπριανό Οικονομίδη, όπως και στην παρουσίαση των Πεπραγμένων του Δήμου μας για το 2017-2018.
Τελικά, τόσο αγαπήσαμε τα τρία τελευταία χρόνια αυτό το μελοποιημένο ποίημα του Αντώνη Αντωνίου, όπως το αποδίδει η αγαπημένη μουσικός μας, ώστε το ονομάσαμε «Ύμνο του Λευκονοίκου». Πολύ δικαίως, πιστεύω.

Στο Λευκόνοικον
Λευκόνοικον τα πρώτα σου να σου τα πώ κλαμώντα
που ‘σες τη σπάστρα τζαι τιμή τζι άλλα πολλά προσόντα.
Εσού που τ’ άλλα τα χωρκά είσες μιαν άλλη χάρη,
ήσουν μια αμματόπετρα, της Μεσαρκάς καμάρι.
Εχασες τζείν τα κάλλη σου, γυρεύκεις τα μα πού ‘ν ‘τα
τζι οι ξένοι εθαυμάζαν σε στους τόπους σου πο ‘ρκούντα.
Όσα λαλώ ‘ννεν ψέματα τζι ό,τι τζι αν πω σ’ αξίζει,
γιατ’ όπου βρέσει φαίνεται, τζει που σονίζ’ ασπρίζει.
Έχω καμπόσα να σου πω τζι η ώρα μου έν λλίη
τζείνος πο ‘ρκετουν να σε δει εν έθελεν να φύει.
Που ‘θώρεν τζείν την θέα σου μες στες καλές χρονιές σου
που ‘σουν κκεφάτον τζι έλαμπαν οι νάκρες τζι οι γωνιές σου.
Όμως τωρά γερήμνιασες τζι είσαι μοναξιασμένον
τζι έγινες αναγνώριστον μες στο ζουρκόν χωσμένον,
μερόνυχτα περίλυπον, γιατ’ είσαι σκλαβωμένον
πο ‘ναν σκληρόν καταχτητήν αξάγκωνα δημμένον.
Τζι ούτε κανένας ημπορεί κοντά σου να κοντέψει,
μήτε με σαιρετίσματα πιλέ μου να σου πέψει.
Έχασεν τζείν’ το άστρον σου την πρωτινήν του λάμψη
μα πάρε λλίην ‘πομονήν τζαι πάλ’ εννά ξανάψει.
Τζι ούλοι κοντά σου να ‘ρτουμε τούτ’ η καρκιά ν’ αννοίξει
καθένας με τους φίλους του, Τούρκος Ρωμιός να σμίξει,
να ‘ρτει χαρά στα σείλη μας, να φύει τούτ’ η πλήξη».
Αντώνης Π. Αντωνίου

Ζήνα Λυσάνδρου Παναγίδη
Δήμαρχος Λευκονοίκου


  • Κοινοποιήστε: