Τεθνεώτες-Επικήδειοι

Ι.Ν. Απ. Ανδρέα στον Συν. Φρενάρους
Κυριακή, 16 Ιουλίου 2023

Πάτερ Κωνσταντίνε, τιμημένοι συγγενείς των ηρώων μας, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί και αδελφές,
Καταρχάς, ευχαριστώ τον κ. Γιώργο Ράπτη και τα υπόλοιπα μέλη της Εκκλησιαστικής Επιτροπής, καθώς και τους συγγενείς των ηρώων για την τιμητική πρόσκλησή τους να μιλήσω για τους ήρωές τους.
«Ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας».

Αυτός ο στίχος μού έρχεται στο μυαλό, καθώς σκέφτομαι τα παλληκάρια μας που κίνησαν εκείνο τον Ιούλιο του 1974 για τον πόλεμο, αλλά γύρισαν σκοτωμένοι. Παιδιά του μόχθου και της βιοπάλης, παιδιά του κάμπου της Μεσαορίας μας, παιδιά δικά μας! Παιδιά που δεν μπορέσαμε να τους κάνουμε μια ταφή όπως τους άξιζε, γιατί τα εχθρικά αεροπλάνα έριχναν βόμβες και σκότωναν αμάχους. Μια βιαστική νεκρώσιμη ακολουθία και στη συνέχεια τους έθαψαν βιαστικά στο κοιμητήριο του Λευκονοίκου. Μαζί με τον παπά ήταν οι γονείς, η γυναίκα, τα πεθερικά…όλοι κλεισμένοι στα σπίτια και τα καταφύγια από τον φόβο των βομβαρδισμών.

Σήμερα, στον πάνσεπτο τούτο ναό του Αποστόλου Ανδρέα, τον νεότευκτο, τελούμε το 49ο μνημόσυνο του ήρωα της Περιστερωνοπηγής και του Λευκονοίκου, του ήρωα Δημήτρη Βρακά. Του οικογενειάρχη. Που άφησε μια νέα γυναίκα και τρία παιδιά: τον Θεόδωρο, τη Λένια και τον Αρτέμη. Που αποχαιρέτησε τα παιδιά και τη γυναίκα του, τα φίλησε γλυκά και τρυφερά, και ύστερα παράγγειλε στον μεγάλο, τον 14χρονο Θεόδωρο, να προσέχει εκείνος την οικογένεια μέχρι να γυρίσει.

Ήταν μαύρος εκείνος ο Ιούλιος! Έριχνε φωτιά και λάβα ο ουρανός. Δυο μαχαιριές δέχτηκε το νησί μας. Η μια ήταν από αδελφικά χέρια και η άλλη από το χέρι του εχθρού. Ξαφνικά, το πρωί του Σαββάτου εκείνου της 20ης Ιουλίου του 1974 γέμισε ο ουρανός καπνίλα, αλεξιπτωτιστές που έπεφταν στον Πενταδάκτυλο, αεροπλάνα που πετούσαν κι έριχναν βόμβες… Αλλοπαρμένοι άνθρωποι να τρέχουν να σωθούν. Και οι στρατεύσιμοι νέοι μας έτρεχαν να ντυθούν στο χακί και να υπερασπίσουν τα ιερά και τα όσιά μας.

Ο Δημήτρης Βρακάς καταγόταν από τη γειτονική μας Πηγή. Γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1940, σε μια πολυμελή αγροτική οικογένεια με οκτώ παιδιά. Από νωρίς μπήκε στη βιοπάλη. Δούλευε στα κτίσματα. Στα δεκαοκτώ του χρόνια αρραβωνιάζεται στο Λευκόνοικο τη Μαρούλα Θεορή Χοίρα και αποκτούν τρία παιδιά.

Μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963-64, υπηρέτησε για έξη μήνες στην Εθνική Φρουρά από τον Ιανουάριο του 1966, ενώ τον Νοέμβριο του 1967 υπηρέτησε ως έφεδρος στη μονάδα του στο Τρίκωμο για δεκαπέντε μέρες, μετά τα γνωστά γεγονότα της Κοφίνου.

Εργάζεται από το 1964 στην Οικοδομική Εταιρεία Λόρδος και βοηθά και άλλους να βρουν δουλειά στην ίδια εταιρεία, ακόμη και τουρκοκύπριους από το γειτονικό μας Πλατάνι.

Στις 20 Ιουλίου, φεύγει για τον πόλεμο. Στις 21 τον έφεραν πίσω νεκρό. Του έβαλαν έναν μαύρο σταυρό πρόχειρο πάνω στον τάφο, εκείνες τις ώρες της οδύνης.

Πώς έφυγε από τη ζωή αυτό το παλληκάρι και άφησε πίσω του τρία ορφανά και μια σύζυγο απαρηγόρητη;
Κατατάχτηκε στη μονάδα του, το 331 Τ.Ε. Τρικώμου, στον Άγιο Γεώργιο Σπαθαρικού, μαζί με άλλους Λευκονοικιάτες, αφού το 60% του τάγματος αυτού καταγόταν από το Λευκόνοικο. Πέρασαν τη νύχτα τους κάτω από τα δέντρα και πριν χαράξει το φως της 21ης Ιουλίου τούς έβαλαν στα αυτοκίνητα και τους οδήγησαν έξω από το χωριό Άγιος Ηλίας.

Σαν ξημέρωσε, αντίκρισαν απέναντί τους το τουρκοκυπριακό χωριό Όβγορος, πάνω στο ύψωμα το οποίο έπρεπε να καταλάβουν, αφού ήταν προπύργιο των τουρκοκυπρίων. Φτάνοντας στην είσοδο του χωριού δέχτηκαν πυκνά πυρά. Εκεί υπήρχε μια πύλη και δεξιά και αριστερά της πολλές παπουτσοσυκιές (φραγκοσυκιές). Εκεί, μέσα στις παπουτσοσυκιές, ήταν θαυμάσια καμουφλαρισμένα πολυβολεία. Ο Πήτρος βρισκόταν πίσω από μια ελιά, κρατώντας ένα μικρό κιβώτιο με πυρομαχικά πολυβόλου. Όπως αναφέρει ο αυτόπτης μάρτυρας, ο κουμπάρος του Κακουρής Κημήτρης, ο οποίος βρισκόταν πίσω από ένα χαμόσπιτο, τον είδε έτοιμο να τρέξει. Του φώναξε να μείνει στη θέση του, αλλά εκείνος είχε κάνει το πρώτο βήμα. Όπως ήταν όρθιος, δέχτηκε τη βολή. Τον είδε να γονατίζει, να κουλουριάζεται, ενώ το δεξί του χέρι ήταν γυρισμένο προς τα πίσω, κρατώντας το κάτω μέρος της πλάτης του. Εκεί ξεψύχησε!

Τον έφαγαν μπαμπέσικα!

Σούρουπο της ίδιας μέρας τον έθαψαν στο κοιμητήριο Λευκονοίκου, αφού προηγουμένως ο παπα-Νικόλας μας τέλεσε τη νεκρώσιμη ακολουθία με συνοπτικές διαδικασίες, στο μικρό δωμάτιο του κοιμητηρίου. Στην κηδεία παρέστησαν μόνο ο ιερέας και τέσσερα συγγενικά του πρόσωπα.

Κι έτσι έμεινε η Μαρούλα μόνη με τα τρία παιδιά της. Βαρύς ο πόνος, αβάστακτος. Ήμασταν όμως στον τόπο μας.

Είχαν το σπίτι τους, τη γειτονιά τους, τα αδέλφια, τους συγγενείς γύρω τους. Μια αγκαλιά.

Σαν φύγαμε, στις 14 Αυγούστου, προστέθηκε στην ορφάνια και η προσφυγιά. Η μάνα κι ο Θεός ξέρουν τι κάβους πέρασαν. Ευτυχώς, υπήρχαν ο παππούς και η γιαγιά. Μια οικογένεια δεμένη και αγαπημένη. Ευτυχώς, βρέθηκαν σε αυτή την κοινότητα του Φρενάρους που φέρθηκε καλά στους ξεριζωμένους. Δούλεψε η Μαρούλα για δύο, για να μη λείψει τίποτα στα παιδιά της που βρήκαν τον δρόμο τους και καλοστράτισαν στη ζωή τους. Τα βλέπει από κει ψηλά ο Δημήτρης και χαίρεται. Δεν υπάρχει περιβόλι σε όλη τη γύρω περιοχή στο οποίο να μη δούλεψε, όπως μού είπε η ίδια η Μαρούλα.

Σήμερα, ταυτόχρονα τιμούμε και τη μνήμη και ενός άλλου γενναίου παλληκαριού, του Κυριάκου Καμηλάρη, του Γιάννη και της Μαρίας, που γεννήθηκε στην Άχνα στις 9 Σεπτ. 1956, αλλά μεγάλωσε στο Τρίκωμο, τη γενέτειρα του πατέρα του, ενώ η μητέρα του είχε φρεναρίτικες ρίζες.
8 παιδιά, 2 αγόρια και 6 κορίτσια.

Παιδί μάλαμα, άξιο, ήσυχο, αξιαγάπητο.

Έμαθε την τέχνη του σιδερά και δούλευε με τον πατέρα του που ήταν οικοδόμος.

Τον Ιαν. του 1974 κατατάσσεται στον Καράολο και μετά από τρεις μήνες μετατίθεται στο Μπογάζι στο 399 Τάγμα Πεζικού. Το μεσημέρι της 20ης Ιουλίου ξεκίνησαν μέσα στα στρατιωτικά αυτοκίνητα για τη Μια Μηλιά. Στην Αγκαστίνα δέχτηκαν ομαδικά πυρά από ένοπλους τουρκοκύπριους που παραμόνευαν σε θημωνιές. Παλληκάρι ο λοχαγός Παπαλαμπρίδης ανταπέδωσε τα πυρά, κι έτσι κατάφεραν να μην έχουν πολλά θύματα. Τραυματίστηκαν μόνο δύο εθνοφρουροί. Ευτυχώς, τα αυτοκίνητα δεν ακινητοποιήθηκαν, κι έτσι συνέχισαν την πορεία τους.

Απόγευμα της 20ης Ιουλίου του 1974 οι άντρες του 399 Τ.Π. έφτασαν στο Συγχαρί. Αργά το βράδυ, ο λοχαγός Παπαλαμπρίδης πήρε τον λόχο του προς το Δίκωμο. Ξαφνικά, βρέθηκαν μπροστά σε ένα εχθρικό φυλάκιο και δέχτηκαν πυρά. Εμψυχώνοντας τα παλληκάρια του ο λοχαγός τους, φωνάζοντας ΑΕΡΑ, κατάφερναν να το εκπορθήσουν.

Την 21α Ιουλίου δέχτηκαν επιθέσεις από εχθρικά αεροπλάνα, γι’ αυτό αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στο Συγχαρί. Είχαν νεκρούς. Ο Κυριάκος γλύτωσε.

Στις 22 Ιουλίου ο δεύτερος λόχος του 399 Τ.Π. ανεβαίνει στη βουνοκορφή της Άσπρης Μούττης. Από τις τρεις διμοιρίες, η 2η βρέθηκε πιο μπροστά, χωρίς επικοινωνία. Ο δόκιμος είδε φωτιά και διέταξε υποχώρηση προς το Συγχαρί, για να μην παγιδευτούν μέσα στις φλόγες. Έπεσαν σε ενέδρα στη βουνοπλαγιά. Η περιοχή μεταξύ Άσπρης Μούττης και Αλωνάγρας είχε γίνει κόλαση από τους όλμους των Τούρκων που ήθελαν να πάνε στο Δίκωμο.

Δυστυχώς, η μονάδα αυτή ουδέποτε επανήλθε στη βάση της. 13 παλληκάρια έπεσαν σε ενέδρα των Τούρκων στη βουνοπλαγιά. Ανάμεσά τους και ο Κυριάκος Καμηλάρης. Έκτοτε, ήταν αγνοούμενος. Οι δικοί του περίμεναν όλα τα χρόνια να βρεθεί για να αναπαυτούν τα κόκαλά του σε κανονικό τάφο και να ησυχάσει η ψυχή τους. Το φορτίο τους τεράστιο. Το δράμα τους απερίγραπτο. Μέχρι το 2017 που αναγνωρίστηκαν τα κόκαλά του με τη γνωστή μέθοδο. Τον έθαψαν με τις αρμόζουσες τιμές στο Φρέναρος.

Ελληνίδες, Έλληνες,

49 χρόνια πέρασαν από εκείνο το μαύρο καλοκαίρι. Η θυσία του Δημήτρη, του Κυριάκου όπως και των άλλων ηρώων μας, ζητά δικαίωση. Αυτή θα έρθει μόνο, όταν γυρίσουμε στη γη μας που μας προσμένει.
Στον μαύρο ξύλινο σταυρό που τοποθέτησαν τη μέρα της κηδείας στο Λευκόνοικο, έγραφε: αριστερά: Δημήτρης Βρακάς και δεξιά: έπεσε μαχόμενος στις 21 Ιουλίου 1974. Στη μέση: Ετών 34. Μετά τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων, η οικογένεια έφτιαξε ένα κιβούρι από κάτασπρο μάρμαρο και συχνά η Μαρούλα με την κόρη της τη Λένια τον επισκέπτονται και του ανάβουν το καντήλι.

Αιωνία σου η μνήμη, ήρωα Δημήτρη Βρακά!

Πιστός στον όρκο που έδωσες, έτρεξες, μόλις σε κάλεσε η πατρίδα κοντά της. Έπεσες από τους πρώτους. Καμουφλαρισμένοι οι εχθροί, κι εσύ άοπλος. Πού να’ ξερες, πού να φανταζόσουν ότι οι παπουτσοσυκιές έκρυβαν όπλα και θάνατο… Το εχθρικό βόλι βρήκε τον στόχο του… Κι εσύ έπεσες! Πιστός στο καθήκον σου.

Η γυναίκα, τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά σου είναι πολύ περήφανα για σένα. Αναπαύσου εν ειρήνη, μέχρι την άγια και ευλογημένη μέρα που θα γυρίσουμε κοντά σου.

Κι εσύ ήρωα Κυριάκο Καμηλάρη, ευχόμαστε σύντομα να έρθει η μέρα να βρεθούν τα κόκαλά σου και να αναπαυτούν εδώ στη γη του Φρανάρους, μέχρι να πάμε στο Τρίκωμο, μέχρι την απελευθέρωση των τόπων μας.

Οι δικοί σου, σε περιμένουν! Ο Απόστολος Ανδρέας θα κάνει το θαύμα του!
Περιμένετέ μας, ήρωές μας, κι εμείς θα γυρίσουμε πίσω στη γη που μας γέννησε. Μιλούν οι δυνατοί της γης. Ο Θεός δεν μίλησε ακόμη, όπως μας είπε ο συμμαθητής μου Γέροντας Εφραίμ της Μονής Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους!

Δεν πρέπει να χάνουμε τις ελπίδες μας στον Θεό. Μόνο αυτόν έχουμε. Αυτός θα μας λυπηθεί.

Και μόνο αυτός ξέρει πότε θα έρθει η ευλογημένη ώρα της λύτρωσής μας. Να το πιστέψουμε!

Γιατί θα΄ ρθει αυτή η ώρα. Και θα’ ναι αλήθεια! Θα πάμε πίσω στους τόπους μας.

Κι αν δεν το πιστέψουμε εμείς που ζήσαμε σ’ αυτούς τους τόπους, ποιος θα το πιστέψει;

Πρέπει να το πιστέψουμε και να προσευχόμαστε. Με την προσευχή γίνονται θαύματα! Αμήν!

Ευαγγελοπούλου Όλγα και Χουλιαρού Βάγια η κόρη της.

Νίκος Ευαγγελόπουλος ο γιατρός ο φίλος του Δημήτρη.


  • Κοινοποιήστε: